Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Ποιοί ήταν οι Τουρκοκρήτες;


Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, οι πρώτοι που εξισλαμίστηκαν ήταν ορισμένοι Βενετσιάνοι Φεουδάρχες, για να μη χάσουν τα προνόμια τους, και μετά ακολούθησαν ορισμένοι Κρήτες Χριστιανοί, για ν αποκτήσουν δύναμη και εξουσία, πάνω στους αδελφούς τους Χριστιανούς. Σ' αυτούς λοιπόν τους εξισλαμισθέντες αναφέρομαι, τους λεγόμενους Τουρκοκρητικούς, που δεν είχαν καμιά σχέση με τους Τούρκους κατακτητές και οι διαφορές τους ήταν μεγάλες.
 
     Κατ αρχήν οι Τουρκοκρήτες  δεν ήξεραν τουρκικά, έτρωγαν χοιρινό και έπιναν κρασί που το Κοράνι το απαγορεύει. Φορούσαν την κρητική ενδυμασία και η μόνη διαφορά τους ήταν το κόκκινο φέσι και η κόκκινη ζώνη. Και η μόνη συνεργασία  με τους Τούρκους ήταν οι εκστρατείες  κατά των Χριστιανών. Το επίθετο τους ήταν κρητικό και μόνο τ όνομα τους άλλαζε. Δεν υπάκουαν στις εντολές της Πύλης και  στις Στρατιωτικές Αρχές, δεν έδιναν λογαριασμό σε κανένα, και κατά βάθος, όσο μισούσαν τους  Χριστιανούς αδελφούς τους, άλλο τόσο μισούσαν και τους Τούρκους κατακτητές. Αυτό έγινε αφορμή, η Πύλη να στείλει το 1812 τον Οσμάν Πασά τον αποκαλούμενο και «Πνιγάρη» που συμμάχησε με τους Χριστιανούς Καπεταναίους με αποτέλεσμα να εξοντώσει, αρκετούς Τουρκοκρητικούς και Αγάδες.

   Αυτοί λοιπόν οι εξισλαμισμένοι Τουρκοκρήτες κατατυράννησαν, σταύρωσαν στην  κυριολεξία τον Χριστιανικό πληθυσμό που πάλευε τόσους αιώνες να κρατήσει και να διατηρήσει τα Ιερά και τα Όσια του. Αλλά σ όλη αυτή την συμφορά, βγήκε και κάτι καλό. Αυτοί οι εξισλαμισμοί ήταν το διυλιστήριο, ήταν ο λαμπίκος που καθάρισε και εξάγνισε την Κρητική γενιά. Ξεκαθάρισε τους δειλούς, τους συμφεροντολόγους, τους αρνησίθρησκους, τους αρνησιοπάτριδες, από τους γνήσιους Κρητικούς. Ήταν το «καθαρτήριο πυρ» της φυλής μας. Ξεκαθάρισε την ήρα από το στάρι, κοσκίνισε τους χαρακτήρες και ξεκαθάρισε τις ψυχές και πήρε τα σκύβαλα. Κι έμεινε η Κρητική ψυχή ν αγωνίζεται για την τιμή, την Ελευθερία, την Πατρίδα και τις Αξίες. Ο Λαός μας τους αποκαλούσε «Μπουρμάδες» δηλ.ούτε Τούρκοι ούτε Χριστιανοί, κάτι δηλ. το νοθευμένο.

   Μετά λοιπόν των εξισλαμισμό τους, πήραν από τους Χριστιανούς τις περιουσίες τους  και τους ανάγκασαν να καταφύγουν στα ορεινά και άγονα χωριά για να γλιτώσουν  κάπως απ αυτούς. Έτσι οι Τουρκοκρήτες βρέθηκαν με τεράστιες περιουσίες, διαφέντευαν ολόκληρες Επαρχίες.  Όπως π.χ. ο Αγάς Αληδάκης, που ο πύργος του σώζεται ακόμα και σήμερα, στον Εμπρόσνερο του Αποκόρωνα.

   Διαφεντεύοντας μια περιοχή, που άρχιζε από τα σύνορα της Αργυρούπολης - Ασή Γωνιάς, και έφτανε μέχρι τον Βλητέ της Σούδας, δηλ περιλάμβανε δύο Επαρχίες, την Επαρχία Σφακίων και την  Επαρχία Αποκορώνου. Όσοι όμως Χριστιανοί δεν είχαν τρόπο να φύγουν προς την ενδοχώρα, εγκλωβίστηκαν στις Πόλεις και ήταν υπό την ομηρία των Τουρκοκρητικών.  Εκείνοι τους χρησιμοποιούσαν για τις αγγαρίες τους, αλλά το τραγικότερο ήταν ότι τους επιστράτευαν φορτώνοντας τους σε σακούλες τα πολεμοφόδια και τους έβαζαν στην πρώτη γραμμή της μάχης, σαν ανθρώπινο τείχος και πίσω τους ακολουθούσαν, οι Τουρκοκρήτες και ο Στρατός. Αυτοί ήταν οι τραγικοί «Σακουλιέριδες» που ήταν και τα πρώτα θύματα της κάθε μάχης. Ακόμα τους έκλεισαν τα Σχολεία, τις Εκκλησίες και επέβαλαν φοβερούς φόρους, με πρώτο τον κεφαλικό. Σε γενικές γραμμές οι Χριστιανοί δεν όριζαν τίποτα, ζωή, τιμή, περιουσία, όλα αυτά, ήταν στην διάθεση των Τουρκοκρητικών. Πόσα μαρτύρια πέρασαν οι γυναίκες και οι κόρες των Χριστιανών, από τους άγριους Τουρκοκρητικούς γενίτσαρους; Πόσες φορές δεν υποχρέωσαν τη μάνα ή τον πατέρα, να κρατά τον λύχνο όταν βίαζαν την κόρη τους; Πόσες φορές δεν υποχρεώθηκαν να φάνε από το συκώτι του σφαγμένου πατέρα τους, γιατί αντιστάθηκε στις κτηνώδης ορέξεις των; Πόσες φορές, κόρες και γυναίκες βιαζόταν κάθε φορά που ο Αγάς είχε κέφια και γλεντούσε με τους φίλους του, στα κονάκια και στους πύργους του; Γι' αυτό πολλές κοπέλες έμειναν μια ολόκληρη ζωή κλεισμένες στα σπίτια τους, μη τυχόν και τις δει κανένα «κακό μάτι». Γιατί ποιος μπορούσε ν' αντισταθεί σ' αυτούς που είχαν δικαίωμα ζωής και θανάτου στους άτυχους Χριστιανούς; Πόσες φορές χάριν διασκέδασης, όταν καθάριζαν την πιστόλα τους, δεν έβαζαν περαστικούς Χριστιανούς στο σημάδι;
 

   Τόμοι ολόκληροι θα μπορούσαν να γραφτούν για τα εγκλήματα που διέπραξαν σε βάρος των Χριστιανών αδελφών τους. Αυτοί ήταν εν ολίγοις οι περίφημοι Τουρκοκρητικοί. Απ' αυτούς είναι και οι Τουρκοκρητικοί πού ζουν σήμερα στο Χαμιντιέ της Συρίας, που έφυγαν αναλογιζόμενοι τα εγκλήματα που διέπραξαν και φοβούμενοι την τιμωρία που πλησίαζε. Απ' αυτούς είναι και οι Τουρκοκρητικοί που ζουν σήμερα στην Τουρκία. Και βεβαία με το δίκιο τους ν' αναπολούν τις καλές γι' αυτούς εποχές, με τα κονάκια, τους πύργους, με τους φαμέγιους και τις τεράστιες περιουσίες που απέκτησαν από τους άτυχους αδελφούς τους Χριστιανούς , στέλνοντας τους ένα φυσίγγιο στον «ντορβά» και ένα σημείωμα, που έγραφε ότι η τάδε περιουσία, είναι δική μου.

   Θέλω πάντως να δηλώσω ότι δεν επιρρίπτω ευθύνες ούτε πρέπει, στους ανθρώπους αυτούς, για ότι έκαναν οι πρόγονοι τους. Όμως, από το να τους αποκαλούμε αδέρφια μας, να τους γράφουμε ποιήματα, να τους φιλοξενούμε και αυτοί μόλις φτάσουν εδώ, το πρώτο πράγμα που κάνουν είναι να ψάχνουν να βρουν την περιουσία των προγόνων τους, νομίζω ότι πάει πάρα πολύ. Και το μόνο, που μπορεί να χαρακτηρίσει την συμπεριφορά μας  είναι συμπεριφορά  «Ραγιά». Η Ιστορία πρέπει να διδάσκεται όπως έχει γραφεί. Δεν αρνείται βέβαια κανείς ότι υπήρξαν κάποιες φιλίες , μεταξύ Τουρκοκρητικών και Χριστιανών, αλλά το ερώτημα είναι, πότε υπήρξαν αυτές οι φιλικές σχέσεις και σε ποια εποχή;  Μήπως όταν οι Τουρκοκρητικοί, παντοδύναμοι στην αρχή, που άρπαζαν, βίαζαν, έσφαζαν, έκαιγαν και ερήμωναν τα πάντα ή όταν η ανεξαρτησία της Κρήτης είχε φέρει σε αδυναμία το Τουρκοκρητικό στοιχείο; Μήπως λοιπόν πρέπει να δούμε καλύτερα τα πράγματα; Μήπως πρέπει να μάθουμε την τοπική μας Ιστορία καλύτερα, γιατί έχει σκανδαλωδώς  αγνοηθεί;  Γιατί πιστεύω ότι αυτοί οι συναισθηματισμοί προέρχονται από άγνοια.

   Και τελειώνοντας, λέω ότι καλό είναι να συγχωρούμε, αλλά να μη ξεχνούμε.

 
           Κιαγιαδάκης  Βαγγέλης

  ( Φτερόλακας )

Πηγές :   Ιστορία της Κρήτης Βασιλείου Ψιλάκη

Ιστορία της Κρήτης Ι. Δ . Μουρέλλου

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Στα υψώματα των Νυμφών και των Μουσών


Το σχέδιο ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας που άρχισε να υλοποιείται από τα τέλη του 20ου αιώνα, συνετέλεσε τόσο στην ανάδειξη και περαιτέρω αρχαιολογική αξιοποίηση των κειμένων δυτικά της Ακροπόλεως λόφων, των Μουσών (Φιλοπάππου), των Νυμφών και της Πνύκας, όσο και στην αποκάλυψη πολλών μυστικών τους, που σχετίζονται με τα όσα βρίσκονται κάτω από αυτούς (σπηλαιώματα, στοές, υδραγωγικές κατασκευές), στην επιφάνειά τους (ταφικά μνημεία, οδοί, ιερά, κλίμακες), αλλά και με την ιστορική και λαογραφική τους αξία. Κατά καιρούς βέβαια έχουν διατυπωθεί, κυρίως από την πλευρά των κατοίκων της περιοχής, αναφορικά με τον τρόπο εκτέλεσης των εργασιών εκεί, σοβαρές ενστάσεις που πρέπει να εξετασθούν διεξοδικά.


   Οι λόφοι αυτοί, γνωστοί σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. H λαϊκή φαντασία και η παράδοση θέλουν ακόμα τις νεράϊδες, τις «καλοκυράδες» και τα «αερικά» να κατοικούν στις σπηλιές και τα λαγούμια, να περιφέρονται στις πλαγιές και να πειράζουν τους περαστικούς... Όποιος περιηγείται εκεί, πέρα από την απόλαυση του περιβάλλοντος που δοκιμάζει, διακρίνει μεταξύ άλλων την «οδόν διά της Κοίλης» (μεταξύ λόφων Νυμφών και Πνύκας με άξονα Α/Δ), που οδηγούσε από την Ακρόπολη στον Πειραιά, τα θεμέλια των πέριξ αυτής καταστημάτων και οικιών, (βλ. φωτο 1, αναπαράσταση υπό Κ. Νίκα & 2), ερείπια
 
 τειχών, βάθρα, κυλίστρες*, λαξευτά φατνεία, τα λεγόμενα «Κιμώνεια Μνήματα» και το φερόμενο ως «Δεσμωτήριον» ή «Φυλακή του Σωκράτους», τη λεγομένη «Σπηλιά του Κουφού», το ιερόν του Υψίστου Διός, το ανακαλυφθέν, παρά την οδό Απ. Παύλου, προ δωδεκαετίας λαυξευτό ιερόν του Πανός με το θαυμάσιο εξωτερικό ψηφιδωτό δάπεδο και τη μοναδική λαξευμένη παράσταση στον βόρειο εσωτερικό τοίχο του, τα χριστιανικά προσκυνήματα του (παλαιού) κυκλοτερούς ναϊσκου της Αγ. Μαρίνας (αλλά και τον αρχαίο λατρευτικό χώρο – φωτο 3 – κάτω από τον νέο Ναό), τον Άγιο Δημήτριο τον Λουμπαρδιάρη, τις επιδαπέδιες ενθέσεις του αειμνήστου Δ. Πικιώνη στην ανατολική πλευρά κ.α.
 

Οι παλαιότεροι θα θυμούνται και το ευμέγεθες ανοικτό θέατρο Μπαστιά που είχε οικοδομηθεί το 1939, και παρέμεινε έκτοτε ημιτελές μέχρι την ολοκληρωτική κατεδάφισή του το 2001, αλλά και την πάλαι ποτέ προσφυγική συνοικία του «Ασυρμάτου», ελάχιστα στοιχεία της οποίας διατηρούνται πλέον.
 
 

   Όσον αφορά την έρευνα και αξιολόγηση της φύσεως των υπογείων χώρων αυτής της περιοχής, είναι απαραίτητη μία ...«εμβάθυνση», όχι μόνο επί τόπου, αλλά και στην ιστορία της πόλης μας. Ένα από τα καίρια ζητήματα των αρχαίων κατοίκων της υπήρξε ως γνωστόν η επάρκεια υδατίνων πόρων. Αρχικά, εκτός από τα κατ΄οίκους πηγάδια κατασκευάζονταν και «ομβροδέκτες», αλλά και (κατά τους κλασσικούς χρόνους), ορύγματα που συνέδεαν τα φρέατα στο ύψος του πυθμένα τους. Τέτοια έργα βλέπουμε ακόμη και σήμερα (φωτο 4 & 5) σε όλην την έκταση της περιοχής, κυρίως δε πέριξ του Αστεροσκοπείου και του Ναού της Αγίας Μαρίνας.
 
Μεταξύ αυτών και του δικτύου που σχηματίζουν, δεν απουσιάζουν και υπόσκαφοι χώροι που χρησμοποιούνταν ως ενδιαιτήματα ή ιερά (φωτο 6).Πάντως η στοχευμένη κατασκευή υδραγωγείων, αχρηστευμένων ή κατεστραμένων σήμερα, υπήρξε η λύση γιά το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος. Γνωστότερο και μεγαλύτερο όλων ήταν ασφαλώς το Αδριάνειο (περί το 130 μ.Χ.).
 
Από τα αρχαιότερα πάντως υδραγωγεία, της Εννεακρούνου, του Θησείου, του Κεραμεικού, του Γερανίου και του Υμηττού, το τελευταίο είναι αυτό που έχει άμεση αναφορά στον υπό εξέταση χώρο δεδομένου ότι «εμάστευε τας όπισθεν του Νεκροταφείου υπωρείας του βουνού και δι’ αγωγού κατηυθήνετο καθέτως προς τον Ιλισσόν παρά την παλαιάν Πυριτιδαποθήκην. Εκεί εχύνετο εις άλλον υδραγωγείον ακολουθούν την κοίτην μέχρι της εκβολής της εις την πεδιάδα παρά την οδό Πειραιώς» (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Του Ηλίου, τόμος 7, σελ. 1294). Μια στοά στο δυτικό πρανές του λόφου των Νυμφών αποδεικνύει αυτήν την πληροφορία. Το τμήμα της τεχνητής αυτής στοάς, που σώζεται σήμερα σε αρίστη κατάσταση, δεν ξεπερνά τα 30 μέτρα. Είναι λαξευμένη μέσα στον ασβεστολιθικό βράχο του λόφου και έχει ύψος περί τα 2 ½ μέτρα και συνολικό πλάτος 80 εκ.
 
 Στην στοά αυτή (φωτο 7) μπορεί κάποιος να σταθεί άνετα όρθιος, να την διασχίσει, και στο πλαϊνό της τοίχωμα (προς νότον) σε ύψος 1 ½ μέτρων από το έδαφος να δει το άψογα λαξευμένο αυλάκι πλάτους 20 εκ. απ όπου μεταφερόταν το νερό…. Στην κατεύθυνση προς ανατολάς, έχει δυστυχώς καταπέσει και σταματάει απότομα. Η συνέχεια της προς δυσμάς έχει προφανώς κατστραφεί από την διάνοιξη του περιφερειακού δρόμου του Φιλοπάππου και τη γενικότερη αστικοποίηση.
 
Φαίνεται ότι κατευθυνόταν προς την  αρχαιοτάτη σπηλαιώδη υδατοδεξαμενή (τη γνωστή και ως «Χαμοστέρνα» - (φωτο  8 & 9) επί της δυτικής καταλήξεως του αρχαίου δήμου της Κοίλης, στη σημερινή οδό Παναγή Τσαλδάρη (Χαμοστέρνας). Ο επίσης λαξευμένος στο βραχώδη λόφο χώρος της πηγής αυτής περιλαμβάνει, έναν προθάλαμο, το φατνείο της κρήνης λίγο ψηλότερα στο βάθος, όπου το νερό ακόμη αναβλύζει, ειδικά σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων, κι έναν βοηθητικό θάλαμο αριστερά από τους άλλους δύο. 
 
Επί Τουρκοκρατίας η εκβολή του υδραγωγείου εκεί ονομαζόταν και «Κοντίτο του Βουνού» ή απλώς «Βουνό», κάτι που αποτυπώνει την πεποίθηση ότι τα ύδατα που έφερε προέρχονταν από τον Υμηττό.
 
 
   Στη ίδια πάντα πλευρά παρά τον περιφερειακό του Φιλοπάππου, αλλά 100 μέτρα νοτιότερα και σε χαμηλότερο ύψος, είναι επίσης ορατό  το στενό στόμιο ενός ορύγματος που οδηγεί σε κατακόρυφο βάραθρο  (φωτο 10) στον πυθμένα του οποίου τα ίχνη ροής υδάτων, στην ίδια πάντα κατεύθυνση (Δ), είναι κάτι παραπάνω από εμφανή. Σημειωτέον ότι η υπόγεια αυτή διαδρομή δεν έχει σχηματισθεί από ανθρώπινη παρέμβαση (φωτο 11).



   Στη βορειοδυτική πλευρά του λόφου των Νυμφών υπάρχουν ακόμη δύο αξιόλογα σημεία. Το πρώτο είναι ένα ημιυπέργειο βαθύ φατνείο, λαξευμένο στο βράχο, εμβαδού 30 περίπου τ.μ., το οποίο, κρίνωντας από τις οσμές τουλάχιστον (!) και τα σκόρπια παλαιά πέταλα, χρησιμοποιείται σήμερα ως χώρος σταυλισμού. Ωστόσο μία χαμηλή κόγχη στο βάθος του (προς ανατολάς) κι άλλη μιά στο δεξί τοίχωμά του προδίδουν ότι η παλαιότερη χρήση του σχετιζόταν με την παροχή ύδατος. Το δεύτερο σημείο, λίγο νοτιότερα από το προηγούμενο, είναι ένας ευρύχωρος υπόγειος θάλαμος, επίσης λαξευμένος στο σχιστόλιθο, του οποίου η μελέτη βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς μόλις τα τελευταία χρόνια καθαρίστηκε από επιχωματώσεις αιώνων, που τον καθιστούσαν σχεδόν αόρατο.
 
Ο θάλαμος αυτός (φωτο 12), με είσοδο από δυτικά, περιλαμβάνει ένα κεντρικό δώμα και επιμέρους τέσσερα διαμερίσματα προς τα άλλα σημεία του ορίζοντα. Η διαρύθμισή του θυμίζει πολύ το «Σηράγγιο» του Πειραιά (βλ. τεύχος «Τ» αρ. 8, Μάϊος – Ιούνιος 2009, σελ 8). Σκαλισμένες στην πέτρα παραλληλόγραμμες λείες λεκάνες σε διαφορετικά επίπεδα καθιστούν σαφές ότι πρόκειται για χώρο συγκέντρωσης νερού, ενώ δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκε ως λουτρό.
 
 

   Βαδίζοντας περιμετρικά του λόφου και φθάνοντας στο ανατολικό μετώπό του απέναντι από την Ακρόπολη, προσπερνάμε το ιερόν του Πανός και λίγα μέτρα πιό πάνω παρατηρούμε ακόμη ένα σπηλαίωμα στο βραχώδες πέτασμα, κλεισμένο με σιδερένια θύρα. Πρόκειται γιά ένα ακόμα αρχαίο σημείο υδροληψίας αποτελούμενο από ένα χαμηλό πηγάδι, στο βάθος (φωτο 13), έναν τετράγωνο προθάλαμο κοσμημένο από μεταγενέστερης κατασκευής (επί Ανδριανού) ψηφιδωτό δάπεδο (φωτο 14) κι ένα ακόμη θάλαμο αριστερά που συνδέεται μέσω ενός κλιμακωτού διαδρόμου με τον κεντρικό.
 
Κατά τη διάρκεια της γεμανικής Κατοχής ο χώρος ήταν σφραγισμένος, καθώς χρησίμευσε ως κρύπτη γιά την φύλαξη αρχαίων αντικειμένων. Ως προς την ιστορική του ονομασία υπήρξε έντονη διχογνωμία των αρχαιολόγων κατά το παρελθόν. Έχει επικρατήσει πάντως η συμβατική ονομασία «Καλλιρρόη» (προταθείσα εσφαλμένα από τον ανασκαφέα W. Doerpfeld), μολονότι, όπως άλλωστε αναφέρει κι ο Παυσανίας, η πηγή της Καλλιρρόης εντοπίζεται στην κοίτη του Ιλισσού, νοτιοανατολικά του Ολυμπιείου.
 
Λίγο παραπάνω από την εν λόγω κατασκευή στη συνέχεια του βράχου βλέπουμε ακόμα μία χαμηλή στοά (φωτο 15) που κείται στον ίδιο άξονα (Α/Δ) με όλες τις άλλες και ίσως όχι τυχαία, βρίσκεται στην ίδια νοητή ευθεία, αλλά σε ικανότερο ύψος, με την υδραγωγική στοά της δυτικής πλευράς (βλ. φωτο 7)...

   Το πολυδαίδαλο υδροδοτικό σύστημα της περιοχής των συνολικά 670 στρεμμάτων, που τελειοποιήθηκε επί Πεισιστράτου και γιά πάνω από 800 χρόνια κάλυπτε τις ανάγκες των εκεί Αθηναίων, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα θαυμαστό μεν αλλά αφανές έργο, δεδομένου ότι γιά την πλειοψηφία των ντόπιων και ξένων επισκεπτών είναι σχετικά άγνωστο, αφού το ένδιαφέρον και την προσοχή των πλείστων προσελκύουν συνήθως τα υπέργεια γνωστά μνημεία.

    

Μάριος Κ. Μαμανέας

 

 
* : «Εις το ΒΑ πέρας του λεγομένου λόφου των Νυμφών εν Αθήναις, εν τω οποίω υπάρχουσι πολλά ίχνη παλαιοτάτων οικήσεων λελαξευμένων εν τω βράχω, παρατηρείται ιδιαιτέρα όλως λείανσις της επιφάνεις της αποτόμως επικλινούς πέτρας, καθιστώσα αυτήν στιλπνοτάτην…Το μέρος τούτο λέγεται Κυλίστρα από της συνήθειας των Αθηναίων γυναικών, καθήμεναι επί της κορυφής να κατολισθαίνωσι μέχρι της βάσεως εκ της συνηθείας δε ταύτης δια της συνεχούς επί μακρούς χρόνους κατολισθαίνουν αι επίτοκοι γυναίκες, νομίζουσαι ότι ούτως ευκολύνουσι τον τοκετόν, παλαιότερον δ΄όμως η συνήθεια είχεν άλλον, συγγενή πάντων, σκοπόν». ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΠΟΛΙΤΗΣ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, Β΄ 1921(αποσπάσματα)

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Πανος Αβραμοπουλος: Πλάκα Μέρος Α΄ (Ιστορική αναδρομή στην Αθήνα μας)

Πανος Αβραμοπουλος: Πλάκα Μέρος Α΄ (Ιστορική αναδρομή στην Αθήνα μας): Πλάκα Μέρος Α΄ (Ιστορική αναδρομή στην Αθήνα μας) Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος Σε ποιά συνοικία αλήθεια της Αθήνας κατέβαιναν οι θεο...

Πανος Αβραμοπουλος: Πλάκα Μέρος Β΄ (Ιστορική αναδρομή στην Αθήνα μας)

Πανος Αβραμοπουλος: Πλάκα Μέρος Β΄ (Ιστορική αναδρομή στην Αθήνα μας): Πλάκα Μέρος Β΄ (Ιστορική αναδρομή στην Αθήνα μας) Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος Μενδρεσές Αποτέλεσε ένα πρώιμο θα λέγαμε πανεπιστ...

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Οι Ελληνικές επιδράσεις στην Τέχνη του Ιουδαϊσμού


  Επί σειρά αιώνων επικρατούσε η επιφανειακή αντίληψη ότι ο Ιουδαϊσμός ως θρησκευτικό σύστημα δεν είχε αναπτύξει σχεδόν καθόλου θρησκευτική τέχνη , παρά μόνον μετά τον 18ο αιώνα οπόταν τα πρώτα δείγματα των εβραϊκών τελετουργικών αντικειμένων άρχισαν να γίνονται ευρύτερα γνωστά. Όμως η μακραίωνη παρουσία των Ισραηλιτών στην Παλαιστίνη και οι όποιες επιδράσεις αναμφισβήτητα δέχθηκαν από τους προγενεστέρους τους Φιλισταϊκούς και λοιπούς Κρητο-μυκηναϊκής προέλευσης αποίκους, σίγουρα συνετέλεσαν στην προσοικείωση, μετασύνθεση και αφομοίωση πολλών στοιχείων τέχνης απ’ αυτούς, τα οποία η ιστορική έρευνα δεν έχει εισέτι περιβάλλει με τη δέουσα προσοχή.


   Είναι γνωστές οι βιβλικές απαγορεύσεις που αφορούν την δημιουργία έργων, με κυριότερη τη δεύτερη εντολή του εβραϊκού Δεκαλόγου: «ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω, και όσα εν τη γη κάτω, και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης. Μη προσκυνήσεις αυτοίς, μηδέ μη λατρεύσεις αυτοίς» (Έξοδος, 20, 4-5). Το νόημα της αρνητικής αυτής διάταξης επικεντρώνεται στην αποφυγή της λατρείας των αντικειμένων καθαυτών, γι’ αυτό και υπήρξε επιδεκτική κάποιας ελευθεριότητας στην ερμηνεία της από τους ραββίνους. Κι αυτό όχι μόνο για να προσδώσουν «νομική», δογματική, ηθική και θεολογική κατοχύρωση στα θρησκευτικά έργα τέχνης των εποχών στις οποίες έζησαν, αλλά και να δικαιολογήσουν, χωρίς το αναμενόμενο αποτέλεσμα εν τέλει, κάποιες λατρευτικές τακτικές του λαού του Ισραήλ που ουδόλως συνάδουν με τις γιαχβικές επιταγές περί τέχνης και χάνονται στα βάθη της ιστορίας απηχώντας αρίδηλα πανάρχαιες ελληνικές επιρροές.

   Κατά την αρχαία  εποχή τα υπαίθρια ιερά των οποίων έκαναν χρήση οι Εβραίοι ήταν τα λεγόμενα «γιλγάλ». Η αυτή λέξη υφίσταται και στην Π. Διαθήκη ως κύριο όνομα ιερού χώρου και τόπου στρατοπεδεύσεως (Ιησ. Ναυή 4, 19-20 και 10, 6-9). Επρόκειτο για λιθόκτιστους κυκλικούς χώρους, ανάλογους με τα ελλαδικά και περαιτέρω ευρωπαϊκά κυκλοτερή ιερά (κρομλέχ), εντός των οποίων υπήρχε θυσιαστήριο. Παραδίδεται ότι και ο Σαμουήλ είχε προσφέρει θυσία σε τέτοιο χώρο (Α΄ Βασιλειών, 10,8 και 13,7). Όσον αφορά τα ισραηλιτικά θυσιαστήρια και την κατασκευή τους, είναι γνωστό ότι στις τέσσερις άκρες τους έφεραν κέρατα που αποτελούσαν και το ιερότερο σημείο τους, όπως ακριβώς συνέβαινε και στα ανάλογα αρχαιότατα  θυσιαστήρια των Κρητών.


   Ένα επίσης σοβαρό στοιχείο που προσβάλλει ευθέως τον γιαχβικό θεοκεντρισμό στην πρώιμη φάση της εβραϊκής τέχνης είναι η ύπαρξη, στο μέσον του λατρευτικού χώρου, της «ματσεμπά», λίθινης ανθρωπόσχημης στήλης κατά μίμηση του μονήρους λίθου (μενχίρ) των Πελασγών αποίκων της Παλαιστίνης. Η λατρευτική χρήση των στηλών αυτού του είδους είχε ευρεία διάδοση, καθώς αποτελούσε έναν τύπο αγάλματος Θεού, το οποίο ο εισερχόμενος στον λατρευτικό χώρο αγκάλιαζε και ασπαζόταν. Παρά δε το γεγονός ότι η Π. Διαθήκη στρέφεται εναντίον αυτής της τακτικής (βλ. σχετ. Δευτερονόμιο, Προφήτες), στο βιβλίο της «Εξόδου» παραδίδεται (24,4) ότι ο ίδιος ο Μωυσής είχε τοποθετήσει σε θυσιαστήριο δώδεκα τέτοιες στήλες, μία για κάθε φυλή (βλ. σχετ. Ηλία Οικονόμου, Αρχαιολογία και Βιβλική Θεσμολογία). Παραπλήσια σε μορφή, μέγεθος και χρήση με την ματσεμπά, υπήρξε και η «Ασιεράχ» στήλη με ανεπιτήδευτη λάξευση που αναπαριστούσε θηλυκή θεότητα – πιθανώς την Ευαγοριτική (Ουγκαριτική) Ασιερά – Αστάρτη. Πολλά είδωλα του είδους αυτού είχαν περίοπτη θέση όχι μόνο σποραδικά στην επικράτεια του Ισραήλ, αλλά και μέσα στο Ναό του Σολομώντος επι της βασιλείας του τελευταίου και αργότερα (βλ. σχετ. Κριτ. 3, 5-7). Εκτός όμως από την ύπαρξη των αγαλμάτων αυτών  σε δημόσια ιερά και χώρους η Βίβλος παραδίδει ότι υπήρχαν και τα λεγόμενα «Τεραφείμ» η απόκρυψη των οποίων ήταν ευχερέστατη λόγω του μικρού τους μεγέθους. Εχρησιμοποιούντο κυρίως ως προστατευτικά της γονιμότητος των γυναικών αλλά και των ζώων. Στη «Γένεση» (30, 1 και 31,19) αναφέρεται η κλοπή των τεραφείμ του Λαβάν από τη στείρα Ραχήλ. Τα ανθρωπόμορφα αυτά ειδώλια, πληθώρα των οποίων έχει κατά καιρούς εντοπιστεί σε ανασκαφές, είναι πανομοιότυπα με τα αντίστοιχα Ελληνικά της Νεολιθικής και Πρωτοελλαδικής περιόδου.

   Μεγάλη σημασία στη συνάφεια αυτή έχουν και τα λατρευτικά σκεύη του Ναού του Σολομώντος που σύμφωνα με τις σωζόμενες περιγραφές, έβριθαν από στοιχεία  Ελληνικής τέχνης και αισθητικής. Οι κυματιστές διακοσμήσεις, τα ανθέμια  και οι σπείρες ήταν τα πλέον συνήθη μοτίβα. Οι καλλιτεχνικές αυτές επιρροές είχαν τέτοια διάδοση και εκτός της Ιερουσαλήμ, ώστε τον 1ο μ.Χ. αιώνα ο διδάσκαλος του Παύλου ραββίνος Γαμαλιήλ που έζησε στην Άκρα, δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί σε τελετές το λουτρό της θεάς Αφροδίτης, διευκρινίζοντας βέβαια ότι το λουτρό δεν είχε γίνει για τη λατρεία της αφού το άγαλμά της χρησίμευε μόνο για διακόσμηση. (βλ. σχετ. Μάϊκλ Κάνιελ, Η τέχνη του Ιουδαϊσμού). Ο ίδιος ο Ναός του Σολομώντος είχε κτισθή περί το έτος 959 π.Χ.από Κρητο-Φοίνικες τεχνίτες προερχόμενους από την Τύρο επάνω στον λόφο Μοριγά στη θέση προγενεστέρου ιερού του Σολύμου Διός κι αποτελεί συνέχεια της παραδόσεως των Κρητών που λάτρευαν στις «ιερές κορυφές» της Κρήτης την «Όρεια Μητέρα», συγχρόνως και την «Πότνια Θηρών». Είναι αναμφισβήτητο ότι οι Κρητο-Φοίνικες μαζί με τις παραδόσεις της πατρίδος τους μετέφεραν από την Κρήτη και την εμπειρία της αρχιτεκτονικής των ανακτόρων της Κνωσού, της Φαιστού και της Ζάκρου, που είχαν οικοδομηθεί περί τη δεύτερη χιλιετία π.Χ..
 
 

   Εφάμιλλης θεματολογίας και  τεχνοτροπίας με τα Ελληνικά είναι και τα ψηφιδωτά και ζωγραφικά έργα τέχνης, κυρίως δάπεδα και φρέσκα που έχουν μέχρι σήμερα εντοπιστεί σε συναγωγές της Παλαιστίνης και χρονολογούνται από τους τελευταίους προχριστιανικούς έως τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Χαρακτηριστικά, στη συναγωγή της Γάζας, που ανεσκάφη το 1966 και χρονολογήθηκε περί τον 6ο μ.Χ. αιώνα, ένας από τους τοίχους της κοσμείται από μια επιβλητική ανδρική μορφή που αναπαρίσταται να συγκεντρώνει γύρω της άγρια ζώα παίζοντας άρπα. Από την υπάρχουσα επιγραφή υποκάτω της φέρεται ως ο Δαυίδ, είναι όμως ηλίου φαεινότερον ότι πρόκειται για μια απομίμηση του Ορφέως. Επίσης στις συναγωγές της Μπετ –Άλφα και της Χαμάτ (βλ. φωτ.) τα σύμβολα και οι παραστάσεις αμιγώς ελληνικών πολιτισμικών στοιχείων είναι καταφανείς. Τα σπουδαιότερα όμως έργα τέχνης του είδους έχουν βρεθεί από την αρχαιολογική αποστολή του Κλάρκ Χόπκινς το 1932 στη Δούρα Ευρωπό της Συρίας. Πρόκειται για έναν οίκο θρησκευτικών συναθροίσεων με αρίστης ποιότητας νωπογραφίες που αναπαριστούν βιβλικές σκηνές. Οι μορφές που απεικονίζονται διακρίνονται από τόση καλλιτεχνική αρτιότητα, όση και οι τοιχογραφίες των εληνιστικών χρόνων σε σημείο που πολλοί να θεωρούν τον οίκο της Δούρας Ευρωπού όχι εβραϊκή συναγωγή, με τα συνήθη ανεπιτήδευτα τεχνήματα, αλλά χώρο συγκέντρωσης και λατρείας των πρώτων χριστιανών (βλ. σχετ. Γεωργίου Αντουράκη, Χριστιανική Αρχαιολογία, τομ. Α΄).

   Σε γενικές γραμμές η θρησκευτική τέχνη του Ιουδαϊσμού, πέρα από το δεδομένο θεολογικό υπόβαθρό της, είναι σαφές ότι ανατανακλά κάποιες επιδράσεις που μοιραία δέχθηκε από την συνάντησή της με τον Ελληνικό Πολιτισμό, κάτω από τις όποιες συνθήκες συνετελέσθη αυτή, και κάλυψε τα σοβαρότατα αισθητικά κενά που της επέβαλε η βιβλική κοσμοθεώρηση και διδασκαλία.

 

Μάριος Κ. Μαμανέας

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Αρχαιοκαπηλίες και Αρχαιοκαταστροφές στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα


Προλεγόμενα  

      Η αρπαγή των μνημειακών θησαυρών του Ελληνισμού είναι ένα κεφάλαιο με μακραίωνο ιστορικό. Οι απαρχές του τοποθετούνται χρονολογικά στην προχριστιανική εποχή και δη στην περίοδο των Μηδικών Πολέμων, οπόταν οι εξ ανατολών βάρβαροι εδήωναν συστηματικά τις Ελληνικές πόλεις κατά τις επιδρομές τους. Το ίδιο έπρατταν και οι εκ νότου ορμώμενοι Καρχηδόνιοι στις Ελληνικές αποκίες της Κάτω Ιταλίας. (1) Εξ ίσου ζοφερή περίοδος  για την πολιτισμική μας κληρονομιά ξεκίνησε και με τη ρωμαϊκή κατάκτηση του κυρίως Ελλαδικού χώρου. Οι πληροφορίες που παραδίδουν ο Παυσανίας, ο Στράβων και ο Πολύβιος γιά τις εκτεταμένες επιχειρήσεις αρπαγής ελληνικών έργων τέχνης εντυπωσιάζουν, όσον αφορά στους αριθμούς και την αξία των μνημείων που μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Πεντακόσια αγάλματα από τους Δελφούς, τρεις χιλιάδες από τη Ρόδο και εκατοντάδες γλυπτά και έργα ζωγραφικής από την Κόρινθο έγιναν λεία των κατακτητών. Από την επικράτηση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας και την μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, ακολούθησαν πολλές βαρβαρικές επιδρομές όπου οι εισβολείς  λαφυραγωγούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Δεν έλειψαν όμως και οι μιαρές πράξεις από ντόπιους. Κάποιοι υποκινούμενοι, όχι μόνο κατέστρεφαν κτήρια και ακρωτηρίαζαν αγάλματα, αλλά πωλούσαν «δι’ ολίγα τάλλαρα» τα τεμάχιά τους σε ξένους επισκέπτες. Κάποιες μάλιστα πηγές αναφέρουν ότι «είχαν ξεπεράσει και τους – μετέπειτα κατακτητές - Οθωμανούς σε καταστροφικό μένος». Η άποψη αυτή βέβαια είναι αβάσιμη, καθώς οι Τούρκοι δεν είναι δυνατόν να αποτελούν ιστορικά δεύτερο όρο συγκρίσεως, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις επαφής τους με αρχαιολογικά στοιχεία και υλικό, όχι μόνο δεν τα πείραζαν, αλλά τα περιφρουρούσαν. Ο αειμνηστός ιστορικός συγγραφέας Κυριάκος Σιμόπουλος στο τετράτομο έργο του - που αποτελεί και την κυριότερη πηγή των ενθάδε πληροφοριών - «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα» (τομ. Α΄, σελ. 126), μεταφέρει τη μαρτυρία του ισπανού ευγενούς Πέντρο Ταφούρ κατά το ταξείδι του τελευταίου στην Τροία το 1435: «Όλη η περιοχή είναι γεμάτη από αγροτικές κατοικίες. Οι Τούρκοι θεωρούν μνημεία τα αρχαία οικοδομήματα και δεν τα γκρεμίζουν. Συνηθίζουν μάλιστα να κτίζουν τα σπίτια τους πλάϊ στις αρχαιότητες». Ομοίως και ο γάλλος περιηγητής Βιλλαμόν γράφει ότι ενώ κατά την περίοδο του καλβινιστικού θρησκευτικού κινήματος στη Δύση, καταστρέφονταν τα έργα τέχνης, «οι Τούρκοι είχαν εκδηλώσει την αγανάκτησή τους» και προσθέτει: «δεν διστάζω να πω ότι οι Τούρκοι δεν έχουν την αγριότητα των αιρετικών Χριστιανών». Τα ίδια περίπου γράφει και ο Λαμπόρν: «Οι Τούρκοι ήσαν μετριοπαθείς κατακτητές και μετά την κατάληψη των Αθηνών (1456) έδειξαν πως εκτιμούν την αξία των αρχαίων έργων τέχνης». Όσο γιά τους υπαινιγμούς που αφήνει στο έργο του «Athenes et les Grecs Modernes», (Paris, 1855), ο περιηγητής E. Beule περί ακρωτηριασμού αγαλμάτων από τους Οθωμανούς λόγω της δεδομένης θρησκευτικής τους αντιθέσεως στην ανθρωπομορφική τέχνη, ο Λαμπόρντ γράφει: «Λάθος! Απέδειξα ότι οι ακρωτηριασμοί που υπαινίσσεται ο Baule, έγιναν από φανατικούς των πρώτων χριστιανικών αιώνων». Την αντίθετη ακριβώς άποψη έχουν οι ευρωπαίοι ιστοριοδίφες για τους «πολιτισμένους» δυτικούς της προ της Τουρκοκρατίας περιόδου. Τόσο ο πάστορας Ludolph Suchen, όσο και ο G. Herzberg αναφέρουν παραστατικά τη σύλληση Ελληνικών μνημείων. Ο μεν πρώτος γράφει χαρακτηριστικά, ότι «ολόκληρη η πολιτεία της Γένοβας είναι κτισμένη από τα μάρμαρα και τους κίονες που έχουν μεταφερθεί από την Αθήνα»,  ο δε δεύτερος, για την ίδια περίπτωση, ότι «οι Ιταλοί και πολύ περισσότερο οι Γενοβέζοι, μετέφεραν, όπως φαίνεται, όγκο οικοδομικών υλικών από τα ανεξάντλητα αρχαιολογικά μνημεία των Αθηνών, κυρίως ωραιότατους μαρμάρινους κίονες».

   Στο καίριο ερώτημα περί των γενεσιουργών αιτίων της αρχαιοκαπηλίας (κυρίως), η απάντηση είναι μάλλον σύνθετη. Ο κύριος αντικειμενικός σκοπός των κατ’ επίφαση «φιλοτέχνων» επισκεπτών της τουρκοκρατούμενης χώρας μας, ήταν φυσικά το κέρδος από την εκποίηση των θησαυρών που συνέλεγαν. Τη ζήτηση των αρχαίων Ελληνικών μνημείων και έργων τέχνης φρόντιζαν να υποδαυλίζουν καλά οργανωμένα κυκλώματα που δρούσαν με τις κρατικές ευλογίες στην Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία. Οι «πελάτες» τους ήταν συνήθως ευγενείς, πολιτικοί, στρατιωτικοί και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι. Τα εκτελεστικά τους όργανα αποτελούνταν από  διπλωματικούς απεσταλμένους στην Υψηλή Πύλη, πρεσβευτές και μεγαλεμπόρους, οι οποίοι ανέθεταν «ειδικές αποστολές» στα πληρώματα των πλοίων τους. Οι τελευταίοι φρόντιζαν να συνάπτουν και να διατηρούν καλές σχέσεις με Τούρκους τοπάρχες αλλά και ντόπιους παραδόπιστους ρωμιούς που διέθεταν αξιόπιστες πληροφορίες για την ύπαρξη λειψάνων της αρχαιότητας και που λειτουργούσαν ως μεσάζοντες – με το αζημίωτο, φυσικά – γιά την ανασκαφή, εύρεση, φόρτωση και μεταφορά των πολυτίμων αντικειμένων στο εξωτερικό. Όσο για τον απλοϊκό κόσμο που τυχόν εμπλεκόταν σε οιοδήποτε στάδιο αυτής της διαδικασίας, η ψυχολογία του «ραγιά», και κυρίως η παντελής έλλειψη σχετικής παιδείας τον απέτρεπαν από κάθε ιδέα αντιστάσεως.

     Η «μόδα» της αρπαγής αρχαιοτήτων από τον Ελλαδικό χώρο ξεκίνησε από τις αρχές του 17ου αιώνα. Η Αναγέννηση, που ως ρεύμα είχε παρέλθει προ πολλού φυσικά, αλλά είχε διηνεκή απόηχο με την άνθιση των ανθρωπιστικών επιστημών, οι ρίζες των οποίων εντοπίζονται στην αρχαία Ελληνική Διανόηση, ο εμπορικός ανταγωνισμός των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, η μετανάστευση Ελλήνων στη Δύση, αλλά και ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός προς το τέλος του 18ου αιώνα, υπήρξαν οι κύριες συνιστώσες της στροφής του ευρωπαϊκού κόσμου στα ιδεολογικά και πολιτιστικά πρότυπα της κλασσικής αρχαιότητας. Όπως είναι εύλογο, η «συλλεκτική» όρεξη είχε ανοίξει σε πολλά βορειοευρωπαϊκά σαλόνια με δεδομένο ασφαλώς και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τους διακατείχε απέναντι στην πάλαι ποτέ λαμπρότητα του Ελληνικού Πολιτισμού.
 
 

 Άρπαγες και καταστροφείς κατά τον 17ο αιώνα

    Βασιλικοί Οίκοι άλλα και οικογένειες ευγενών ανέθεταν σε τολμηρούς και έξυπνους ταξιδευτές αποστολές στην Ανατολή με σκοπό την συλλογή αρχαιοτήτων. Οι τυχοδιώκτες αυτοί έπρεπε να επιλέξουν τη διαδρομή προς τα εδάφη μας μεταξύ της χερσαίας οδού (Κεντρική Ευρώπη – Δαλματία - Ελλάδα), ή της θαλασσίας (Μασσαλία – Μάλτα – Αιγαίο – Δαρδανέλια, ή Βενετία – Κέρκυρα – Αιγαίο). Τη δεύτερη προτίμησε ο Paul Lucas, γάλλος «περιηγητής» που ταξίδεψε ως την Ίμβρο προς το τέλος του 17ου αιώνα, απ’ όπου, άγνωστο πως, απέσπασε 222 αρχαία νομίσματα και άγνωστο αριθμό άλλων κινητών αρχαιοτήτων, που προορίζονταν να εμπλουτίσουν τις συλλογές των Βερσαλλιών. Η επιτυχία του αυτή ήταν αρκετή γιά να του δοθεί μιά επίσημη άδεια αρχαιοπώλη. Στάθηκε όμως κι άτυχος, καθώς κατά την επιστροφή του από μεταγενέστερη αποστολή, ληστεύθηκε από έναν, επίσης γάλλο, κουρσάρο...

   Στο κυνήγι των αρχαίων αντικειμένων ωστόσο και οι άγγλοι είχαν εισέλθει δυναμικά, δεκαετίες πριν από τον Lucas. Ο Thomas Roe, άτομο κυνικό και φιλάργυρο, υπήρξε γιά μιά επταετία (1622-1628) πρεσβευτής του βρετανικού θρόνου στην Κωνσταντινούπολη. Η θέση του τον καθιστούσε εξαιρετικά επικίνδυνο γιά τα αρχαία μνημεία στην οθωμανική επικράτεια, δεδομένου ότι και η προηγούμενη θητεία του ως διπλωματικού εκπροσώπου της Αγγλίας στην Αυλή των Μογγόλων είχε σημαδευτεί από την μεταφορά και μεταπώληση σε συλλέκτες, πλήθους ασιατικών θησαυρών. Ο Roe, εμφορούμενος από παροιμίωδη φιλοτουρκικά αισθήματα και φανατικός μισέλληνας, εκμυστηρευόταν το 1625 στον ... «πελάτη» του, αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ, την προσπάθειά του να εξαπατήσει  τον Πατριάρχη (2) γιά να του αποσπάσει αρχαία χειρόγραφα και βιβλία από τη Βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου. Εκτός από τον Προκαθήμενο της Ορθοδοξίας όμως, ο Roe προσεταιρίστηκε κι άλλους κληρικούς, επενδύοντας στην αδιαφορία ή και την αμάθεια του Κλήρου, όπως π.χ. τον επίσκοπο Άνδρου, ο οποίος του υπέδειξε τη Δήλο ως χώρο άγρας αρχαιοτήτων. Εκτός από τον αρχιεπίσκοπό του ο Roe εξυπηρετούσε ακόμη δύο επιφανείς άνδρες στην Αγγλία: τον κόμητα Howard του Arundel και τον δούκα του Μπάκιγχαμ. Γιά να ικανοποιήσει τις ορέξεις και των δύο, στοχοποιεί, εκτός από τη Δήλο, τους Δελφούς, (3) αλλά και την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Έχει «βάλει στο μάτι» τα γλυπτά της Χρυσόπορτας (4). Στο μεταξύ όμως αποκτά κι έναν - κατ’ επίφαση - συνεργό, στην πραγματικότητα όμως ανταγωνιστή, τον Petty, γραμματέα του Howard. Ο  τελευταίος αποδεικνύεται κατά πολύ αποτελεσματικότερος, αφού ύστερα  από πολλές περιπέτειες, κατορθώνει να συλλέξει τεράστιο όγκο Ελληνικών αρχαιοτήτων (περίπου 200 τεμάχια), αλλά και να πάρει στην κατοχή του μιά παρτίδα από κατασχεμένες αρχαιότητες (που θα κατέληγαν στη Γαλλία). Μέσα στην παρτίδα αυτή ήταν και το περίφημο Πάριον Χρονικόν (5). Εν τω μεταξύ ο Roe στέλνει «συστημένους» ανθρώπους του γιά έρευνα στη Θράκη, την Θάσο την Καβάλα και τους Φιλίππους. Δεν διστάζει να αποκαλεί «απατεώνες» τους Έλληνες,καθώς αισθάνεται ότι τον εμπαίζουν με τις πληροφορίες που του δίνουν. Οι «κόποι» του πάντως αναταμοίβονται όταν ύστερα από επίσκεψή του στην Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο καταφέρνει να αποσπάσει άφθονα αρχαία αντικείμενα, τα οποία φορτώνονται σε πλοία στην Πάτρα, τον Πειραιά και τις Κυκλάδες με προορισμό την Αγγλία. Είναι αμφίβολο όμως αν έφθασαν ποτέ εκεί.....   
   Το τελευταίο τέταρτο του 17ου αιώνα, οι γάλλοι ήταν εκείνοι που είχαν την πρωτοβουλία των κινήσεων στην έρευνα και αρπαγή αρχαιοτήτων. Ο Κολμπέρ, υπουργός οικονομικών της Γαλλίας και ακόρεστος συλλέκτης καλλιτεχνικών θησαυρών είχε αποστείλει τον γερμανό θεολόγο Johann Michael Wansleben το 1673 στη Χίο γιά σχετική αναζήτηση, αφού του υποσχέθηκε ως ανταμοιβή μιά επισκοπίκη έδρα. Το γεγονός ότι τελικά του έδωσε μιά θέση απλού εφημερίου, προδίδει ότι μαλλόν δεν στέφθηκε με τόση επιτυχία η αποστολή του... Σε αντίθεση με αυτόν, τον αμέσως επόμενο χρόνο (1674) ένας άλλος γάλλος «επισκέπτης» κατέστησε το όνομά του συνώνυμο με τη λεηλασία... Πρόκειται γιά τον πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, Charles Marie Francois Olier, μαρκήσιο του Νουαντέλ, ο οποίος με μεθόδους που θα ζήλευαν ακόμα και σήμερα οι μαφίες, προσεταιρίστηκε το σύνολο του διεθνούς υποκόσμου της εποχής του (πειρατές, τοκογλύφους, κλέφτες), αλλά και υπόπτους κληρικούς διαφόρων ομολογιών και μοναχικών ταγμάτων. Πολύ συχνά κουρσάρικες γαλιότες συνόδευαν τιμητικά το καράβι του και ενίοτε το ρυμουλκούσαν. Περνώντας από τον Άθω, τη Νάξο, την Πάρο, την Αντίπαρο και τη Μάνη, κατέληξε στον Πειραιά και την Αθήνα, αποσπώντας ικανές ποσότητες γλυπτών και τεμαχίων αυτών. Συγκεκριμένα στην Πάρο γέμισε ασφυκτικά το αμπάρι του πλοίου του με αγάλματα και μαρμάρινα θραύσματα. Σε ολόκληρη την Ανατολή, μέχρι την Παλαιστίνη, οργάνωσε περαιτέρω εκστρατείες αρπαγής ή αγοράς αρχαιοτήτων, ειδών τέχνης και σπανιών Ελληνικών χειρογράφων γιά την προσωπική συλλογή του ή γιά λογαριασμό του Λουδοβίκου ΙΔ’ ή του Κολμπέρ (6).Υπήρξε ο τελευταίος περιηγητής που είδε ολόκληρο τον Παρθενώνα, ενώ σε δική του πρωτοβουλία οφείλονται και τα πρώτα σχέδια του αρχαίου ναού, που φιλοτέχνησε ένας ζωγράφος της ακολουθίας του. Ήταν ίσως μιά παρηγοριά γι’ αυτόν,δεδομένου οτι, παρά τα «πεσκέσια» που προσέφερε στον Τούρκο δισδάρη (υφάσματα και χήνες..!), κι εξασφάλισε την κάλυψη της φρουράς, δεν κατόρθωσε τελικά να αποσπάσει τεμάχια από το ναό της Παλλάδος. Του προκάλεσε πάντως πολύ  σοβαρές φθορές. Τελικώς  αρκέστηκε σε λίγα γλυπτά. Ένας από τους ακολούθους του μαρκησίου του Nointel ο Ιταλός Cornelio Magni, το 1674 και περί το 1688 δημοσίευσε τα  αξιόλογα οδοιπορικά του, όπου χαρακτηριστικά αναφέρει: «Όσοι ξένοι δεν μπορούσαν να μεταφέρουν τα μεγάλα αγάλματα, τους έκοβαν τα κεφάλια. Τα προώριζαν για τα σαλόνια και τα γραφεία των μεγιστάνων και φιλότεχνων της Ιταλίας - Γαλλίας - Ισπανίας - Γερμανίας». 
 
 

    Τα τελευταία χρόνια του 17ου αιώνα έχουν σημαδευτεί από την καταστροφή του Παρθενώνα από το βομβαρδισμό των βενετών. Τον Σεπτέμβριο του 1687 τα μισθοφορικά στρατεύματα του Μοροζίνι κατέλαβαν την Αθήνα. Οι τούρκοι υποχώρησαν και οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη. Από την 21η έως την 25 του μήνα, που το συνεχές σφυροκόπημα από τα βενετικά πυροβόλα δεν απέδιδε κι ο υπαρχηγός της βενετικής αρμάδας, κόμης Κένιξμαρκ, που ανησυχούσε γιά ενδεχόμενη άμεση άφιξη ενισχύσεων των τούρκων, ενέτινε τον βομβαρδισμό, με αποτέλεσμα η «εύστοχη» βολή ενός λοχαγού του, να στείλει ένα βλήμα στην κορυφή του Ναού. Η μπάλα διαπέρασε τη στέγη και κατέληξε στο μέσον του Παρθενώνα όπου εξερράγη, ανατινάζοντας, μαζί με τον οθωμανικό τσεμπιχανέ, και το εσωτερικό του (7) . Η ισχυρότατη έκρηξη θύμισε στους παλαιότερους Αθηναίους εκείνην τη παραμονή του Αγ. Δημητρίου του 1640, (από την πτώση ενός κεραυνού), που κατέστρεψε μεγάλο τμήμα των Προπυλαίων και φόνευσε την οικογένεια του Τούρκου αξιωματούχου και πολλούς από την ακολουθία του.

   Ο βενετός δόγης πάντως εμφορούνταν και από «αρχαιολατρικό» πνεύμα... Εκτός από την απόπειρα αφαίρεσης τεμαχίων από τον Παρθενώνα (8), έναν χρόνο μετά το ηροστράτειο έγκλημα στην Ακρόπολη, φρόντισε να αποξηλώσει από το βάθρο του (στον Τινάνειο Κήπο), τον ευμεγέθη αρχαίο Λέοντα του Πειραιώς και να τον μεταφέρει στη Βενετία, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ακόμη, πάνω σε νησίδα του ναυστάθμου της πόλης (9). Παράλληλα όλοι οι μισθοφόροι γέμιζαν τα δισάκκια τους με αρχαιότητες, οπουδήποτε τις εντόπιζαν. Ο γραμματικός του αρχιστράτηγου, κάποιος San Gallo, κράτησε για τον εαυτό του την κεφαλή της Νίκης από το δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα, ενώ ο Δανός λοχαγός Hartmand απέσπασε δύο κεφάλια από την μετώπη. Στα ίχνη του μαρκησίου του Nointel βάδιζε, παράλληλα με τον Μοροζίνι και ο γάλλος περιηγητής Corneille Le Brun. Κατά την περιοδεία του στα νησιά του Αιγαίου το 1687 του δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσει ότι οι Ελληνικές αρχαιότητες είναι εξόχως προσοδοφόρο εμπόρευμα. Πρώτη του υπολογίσιμη «δουλειά» ήταν η αρπαγή ενός αναγλύφου γυναίκας από τη Δήλο, που κατέστη δυνατή με τη μεσολάβηση δύο κληρικών από τη Μύκονο, που του είχαν δώσει και τις σχετικές πληροφορίες. Το γλυπτό κατέληξε στην Ολλανδία. Εκτός αυτού είχε αποσπάσει κι ένα τεμάχιο από τον κορμό ενός κολοσσιαίου αγάλματος του Απόλλωνος, επίσης από τη Δήλο. Όπως χαρακτηριστικά γράφει στο ημερολόγιό του: «Όσοι πέρασαν από ‘δω, έκοβαν κι ένα κομμάτι... Έκοψα λοιπόν κι εγώ ένα και το πήρα γιά ενθύμιο» (10).

 Οι βάνδαλοι του 18ου αιώνα

       Το ιδιοτελές ενδιαφέρον των ξένων βασιλικών αυλών και των ευγενών γιά αρχαία Ελληνικά έργα τέχνης, εντάθηκε κατά κόρον αυτήν την εποχή, καθώς υποδαυλιζόταν διαρκώς από συνεχείς αναφορές διαφόρων περιηγητών που έφθαναν με τη μορφή επιστολών ή ταξειδιωτικών αφηγήσεων σε άπληστους και «ορεξάτους» παραλήπτες. Ο τυχοδιώκτης Paul Lucas, χωρίς να έχει ούτε καν στοιχειώδεις γνώσεις ιστορίας και αρχαιολογίας, αλλά με εκπληκτικές ικανότητες εκτιμητή, έκανε μιά δυναμική επανεμφάνιση στον Ελλαδικό χώρο γιά λογαριασμό, κυρίως, του βασιλιά του. Τα στοιχεία που συγκέντρωνε γίνονταν πλήρη συγγράμματα, κάθε φορά που επέστρεφε στο Παρίσι. Μόνο που τα συνέγραφαν γάλλοι ακαδημαϊκοί κι όχι ο ίδιος, συμμετέχοντας έτσι σε μιά ιδιότυπη απάτη. Με τη μεσολάβηση της προστάτιδάς του δούκισσας της Βουργουνδίας απεστάλη εκ νέου στην υπόδουλη Ελλάδα, όπου και περιπλανιώταν από το 1704 γιά περισυλλογή αρχαιοτήτων, σημαντικών σε είδος και ποσότητα, τις οποίες προωθούσε συκευασμένες μέσω Μασσαλίας. Περνώντας από τη Ανατολία, την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και τα νησιά, συγκέντρωνε κυρίως μετάλλια και νομίσματα, βυζαντινά ως επί το πλείστον, αλλά και επιγραφές. Όσα δε, γιά πρακτικούς λόγους, αδυνατούσε να πάρει κατά τις επισκέψεις του, τα κατέγραφε, ώστε να τα έχει κατά νου σε επόμενο ταξείδι του (11). Ο Lucas παράλληλα εκμεταλευόταν και την ιδιοτητά του ως ...ιατρού (μολονότι ήταν εντελώς ανίδεος από ιατρική, αλλά το διαβατήριο του ανέφερε αυτήν ως επάγγελμα), προκειμένου να αποσπά παλαιά νομίσματα από εύπορες οικογένειες ασθενών στη Θεσσαλονική, καθώς απαιτούσε να πληρώνεται με αυτά γιά τις υπηρεσίες του. Μέχρι το 1708 ο γάλλος συλλέκτης είχε αποστείλει στις Βερσαλλίες περί τα 900 αργυρά και ορειχάλκινα νομίσματα, (χωρίς να υπολογίζονται άλλα τόσα, που του είχαν αρπάξει οι πειρατές), 22 αρχαία χειρόγραφα και 52 επιγραφές. Το 1714 έλαβε νέα βασιλική διαταγή, συνοδευόμενη βεβαίως και με την δέουσα συστατική επιστολή, γιά να επιστρέψει και να συνεχίσει το σύνηθες  «έργο» του στον Ελλαδικό χώρο. Προκλητικότατος και θρασύς, αρνούμενος κάθε έλεγχο αποσκευών και κάθε πληρωμή δασμών, ξεκινά από την Πόλη και περνώντας από την Καβάλα, τη Θεσαλονίκη και τον Πλαταμώνα, φθάνει ως τη Λάρισα, όπου βρίσκει άφθονα χρυσά και ασημένια μετάλλια όλων των βασιλέων της Μακεδονίας (12). Δέκα χρόνια αργότερα, το Μάρτιο του 1724, σε αναφορά του κατά τη διάρκεια μιάς άλλης αποστολής του, παραδέχεται: «Βρίσκω τη χώρα πολύ αλλαγμένη Τα πολύτιμα αντικείμενα σπανίζουν. Όλα τα έθνη βρίσκονται εδώ και αναζητούν αρχαιότητες» (13). Όταν, οκτώ μήνες μετά, επέστρεψε στο Παρίσι με 500 ακόμα αρχαία μετάλλια και νομίσματα στις αποσκευές του κι αφού δεν βρήκε χρηματοδότη γιά επόμενη εξόρμηση, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη γαλλική πρωτεύουσα όπου και άνοιξε κατάστημα, στο οποίο πωλούσε τους αρχαιολογικούς θησαυρούς που είχε συγκεντρώσει κατά τα προηγούμενα χρόνια.



   Στα χρόνια του Λουδοβίκου ΙΕ’ η αρχαιογνωσία είχε πλέον εξελιχθεί σε κανονική επιστήμη. Το ενδιαφέρον ολοένα αυξανόταν, οι λόγιοι έγραφαν συνεχώς πραγματείες και οι διπλωμάτες ανελάμβαναν την διευκόλυνση των αρχαιοδιφικών αποστολών. Η αρχαιολογία και η αρχαιοκαπηλία δεν είχαν πλέον σαφή όρια, αφού ο αγώνας μεταξύ των διεκδικητών έργων αρχαίας τέχνης είχε καταστεί αδυσώπητος. Μέσα σε αυτό το κλίμα ξεκίνησε τη δραστηριότητά του και ο βασιλικός βιβλιοθηκάριος, αββάς Jean Paul Bignon. Με τη συνεργασία του πρέσβεως μαρκησίου de Bonnac είχε θέσει σε εφαρμογή ένα μεγαλόπνοο σχέδιο: την απόσπαση βυζαντινών χειρογράφων που, κατ΄εικασίαν, φυλάσσονταν στη βιβλιοθήκη του σουλτανικού ανακτόρου (14)! Η ευκαιρία τους δόθηκε το 1727, όταν, κατόπιν αιτήματος του διευθυντού του πρώτου οθωμανικού τυπογραφείου, που - ως γιός διπλωματικού - διατηρούσε άριστες σχέσεις με τη γάλλους, οι επιστήμονες Francois Sevin και Étienne Fourmont απεστάλησαν ως ειδικοί γιά να εργαστούν στο σεράϊ ως βιβλιοθηκονόμοι. Εκτός αυτού βεβαίως είχαν επιφορτισθεί και με το καθήκον να μεταβούν στο Άγιο Όρος, αλλά κι όπου αλλού κρίνουν απαραίτητο με τον ίδιο σκοπό, γιά την εκπλήρωση του όποιου τους είχε πιστωθεί το ποσόν των 10.000 λιβρών.

   Στην Πόλη αρχικά απογοητεύθηκαν, ακούγοντας τον γιατρό του Μεγάλου Βεζύρη, πορτογαλλο-εβραίο Daniel de Fonseca, να τους διαβεβαιώνει ότι, με εντολή του σουλτάνου, τα βιβλία είχαν καταστραφεί προ πολλού. Στράφηκαν προς τα μοναστήρια γιά αγορά χειρογράφων, αλλά η συγκομιδή τους ήταν πενιχρή, όπως ανέφερε στους ανωτέρους του ο Sevin (15). Άλλωστε είχε προηγηθεί ένας Έλληνας, επίσης ενδιαφερόμενος, που φέρεται να διέθεσε συνολικά 200.000 τάληρα γιά την αγορά χειρογράφων. Πρόκειται γιά τον λόγιο ηγεμόνα Νικόλαο Μαυροκορδάτο, οσποδάρο της Βλαχίας (1719-1730). Παρ’ όλα αυτά τελικά, ως τα τέλη του 1729, οι απεσταλμένοι του Bignon κατόρθωσαν να συλλέξουν από την κυρίως Ελλάδα, τη Μ. Ασία και την Παλαιστίνη (από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και τα Μετόχια αυτού), περίπου 500 τόμους, που τακτοποιήθηκαν σε πέντε κασόνια και προωθήθηκαν. Όσο γιά την πολυσυζητημένη και πολυδιεκδικούμενη συλλογή του Μαυροκορδάτου, κατέληξε να καταστραφεί ολοκληρωτικά από τη μεγάλη πυρκαϊά που ξέσπασε στην Πόλη στις 27 Ιουλίου του έτους εκείνου.

   Το κυνήγι των αρχαιοτήτων συνέχισε και ο έταιρος απέσταλμένος του γάλλου βασιλιά, αββάς Michel Fourmont, του οποίου το καταστροφικό μένος έμεινε παροιμιώδες. Έφθασε στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 1729 και εφοδιάστηκε με φιρμάνι του Σουλτάνου Αχμέτ του Γ΄, με το οποίο αποκτούσε το δικαίωμα να ερευνήσει και να μελετήσει όσους χώρους με αρχαιολογικό ενδιαφέρον ήθελε εντός της επικρατείας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με αυτό το έγγραφο στο χέρι, ο  γάλλος ιερωμένος κατέστη κυριολεκτικά ασύδοτος και επί δύο περίπου έτη διήλθε την κυρίως Ελλάδα, όχι μελετώντας, αλλ’ αντιθέτως καταστρέφοντας συστηματικά σπάνιες αρχαιότητες. Στη Λέσβο, γιά πρώτη φορά προσανατολίστηκε στην αναζήτηση επιγραφών και αναγλύφων. Σταθμεύοντας στην Αθήνα, άρχισε να δείχνει τον πραγματικό του ανώμαλο χαρακτήρα. Οργώνοντας κυριολεκτικά την πόλη, αποσπούσε από υπόγεια, από σπίτια, από περιβόλους και  ξέθαβε κάθε κομμάτι μάρμαρο με επιγραφή, το οποίο αφού αντέγραφε, το εγκατέλειπε πεταμένο, γιά να καταλήξει συνήθως στα ασβεστοκάμινα ή το κατέστρεφε γιά να μην γίνει αντικείμενο έρευνας από άλλους και χάσει έτσι αυτός τη δόξα του ως ερευνητής και μελετητής... Το δυστύχημα είναι ότι πολλοί αργυρολόγοι κι απολίτιστοι ρωμιοί τον βοηθούσαν «δι’ ολίγους παράδας», υποδεικνύοντάς του, σε κάθε σημείο της Αττικής που επισκεπτόταν, σημεία όπου υπήρχαν αρχαία μνημεία...  
 
 

   Μετά την Αθήνα και την Αίγινα, o Fourmont πέρασε στην Πελοπόννησο. Φθάνοντας στην Κόρινθο επιχείρησε έναν πρώτο απολογισμό του υλικού που είχε συγκεντρώσει: 750 επιγραφές, 150 σχέδια αναγλύφων και 100 ασημένια μετάλλια που αγόρασε εκεί. Συνεχίζοντας στην Ερμιόνη, στο ύψωμα του ακροτηρίου βρήκε ένα παλιό κάστρο, το οποίο γκρέμισε συνθέμελα, γιά να βρεί επιγραφές, όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν κτισμένο με λείψανα αρχαίων ναών (16). Η αρχαιοθηρική του πορεία συνεχίστηκε ως τον νότο του Μωριά, όπου φοβισμένος από τα ήθη των Μανιατών, επέστρεψε μέσω Καλαμάτας και Μεγαλοπόλεως στο Μυστρά με απωθημένο πλέον το να καταστρέψει από την Αρχαία Σπάρτη ο,τιδήποτε δεν μπορούσε να μετακινηθεί και να σταλεί στη Γαλλία. Αμέριμνοι οι δημογέροντες του τόπου τον υπεδέχθησαν φιλικά και του παρείχαν διευκολύνσεις, καθώς ξήλωνε από τα μεσαιωνικά τείχη μερικά εντοιχισμένα ενεπίγραφα σπαρτιατικά βάθρα και αργότερα είκοσι ακόμη επιγραφές. Το συνεργείο του γάλλου αββά ήταν πολυπληθέστατο: περίπου 60 εργάτες. Επί 53 συνεχείς ημέρες, σάρωσε σχεδόν τα πάντα στο Μυστρά, τη Σπάρτη και τις Αμύκλες. Κατεδαφίζοντας και ανασκάπτοντας μανιωδώς, απεκάλυψε περίπου 300 επιγραφές τις οποίες αντέγραψε και μετά άφησε έκθετες ή κατέστρεψε, καθώς και διάφορα άλλα ανάγλυφα, αναθήματα και μικροτεχνήματα, τα οποία εφόρτωσε άμεσα σε πλοία και τα έστειλε στην Γαλλία.    
   Στην ίδια τη Σπάρτη, το καταστροφικό έργο του γάλλου αρχαιοκάπηλου εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα και βαρβαρότητα, όπως φαίνεται μέσα από επιστολή του τού Απριλίου 1730 προς τον φίλο του Φρενέ: «Τα ισοπέδωσα όλα, τα εκθεμελίωσα όλα… από τη μεγάλη αυτή πολιτεία δεν απέμεινε πλέον λίθος επί λίθου. Εδώ και πάνω από ένα μήνα, συνεργεία μου από 30 και μερικές φορές 40 ή 60 εργάτες γκρεμίζουν, καταστρέφουν, εξολοθρεύουν τη Σπάρτη. Ο γδούπος από το γκρέμισμα των τειχών, η πτώση των ογκολίθων έως τις όχθες του Ευρώτα, ακούγεται όχι μονάχα στη 
Λακωνία αλλά και σ’ ολόκληρο τον Μοριά και παραπέρα ακόμη. Τούρκοι, Εβραίοι και Γραικοί, έρχονται να δουν από πενήντα λεύγες μακριά, αλλά το μόνο που βλέπουν είναι διάσπαρτα χιλιάδες ενεπίγραφα μάρμαρα» (17). Παρακάτω συνεχίζει: «…Προτίθεμαι να μην αφήσω λίθο επί λίθου. Δεν γνωρίζω κύριε και αγαπητέ φίλε εάν υπάρχει στον κόσμο πράγμα ικανό να δοξάσει μια αποστολή περισσότερο από το να έχει τη δυνατότητα να σκορπίσεις στους ανέμους τη στάχτη του Αγησιλάου, από το ν’ ανακαλύψεις τα ονόματα των Εφόρων, των Γυμνασιαρχών, των Αγορανόμων, των φιλοσόφων, των ιατρών, των ποιητών, των ρητόρων, ονόματα  διασήμων γυναικών, ψηφίσματα της Γερουσίας, τη Ρήτρα του Λυκούργου. Οι Αμύκλες επίσης, ήσαν πολύ εγγύς για να τις αφήσω. Έστειλα και εκεί εργάτες και ισοπέδωσαν τα λείψανα του περίφημου ναού του Απόλλωνος.   Φανταστείτε τη χαρά μου, η οποία θα ήταν βεβαίως μεγαλύτερη αν είχα λίγο περισσότερο χρόνο ν’ αφιερώσω, διότι υπάρχουν ακόμη η Μαντινεία, η Στύμφαλος, το Παλλάδιον, η Τεγέα και, κυρίως, η Νεμέα και η Ολυμπία. Θα άξιζε να τις φέρω και αυτές άνω κάτω, από τα θεμέλια έως την κορυφή. Έχω όλη τη δύναμη να το πράξω, κι επιπλέον απέκτησα μια οξυδέρκεια σε αυτού του είδους τη δράση. Δεν ομοιάζω με εκείνους που τρέχουν από πόλη σε πόλη απλώς για να ιδούν, εγώ επιδιώκω να παίρνω όλα τα  χρήσιμα πράγματα» (18). 

   Στις 20 Απριλίου 1730 ο γάλλος καταστροφέας γράφει από τη Σπάρτη στον πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη Villeneuve δικαιολογόντας τους βανδαλισμούς του σε επιθυμία εκδικήσεως για την κακή τάχα συμπεριφορά των Μανιατών απέναντί του: «Επέρασα από έναν φοβερό τόπο, την περιβόητη Μάνη, που κατοικείται από έναν αιμοβόρο λαό. Είμαι πολύ ευτυχής που γλίτωσα. Έφυγα από την βάρβαρη πατρίδα τους χωρίς να αποκομίσω τίποτε το αξιόλογο, τίποτε για να βγουν τουλάχιστον τα έξοδά μου. Για να ξεσπάσω και για να εκδικηθώ αυτό το σκυλολόϊ, έρριξα τη θλίψη μου επάνω στην Αρχαία Σπάρτη. Δεν ήθελα να μείνει τίποτε από την πόλη που έκτισαν οι πρόγονοί τους. Την έσβησα, την κατέσκαψα, την εκθεμελίωσα, δεν της άφησα λίθο επί λίθου.  Και γιατί, θα ερωτήσει η εξοχότης σας, επέπεσα με τόση μανία επάνω σε αυτή την αρχαία πόλη, ώστε να την κάνω αγνώριστη, υποχρεώνοντάς τη να πληρώσει τις αμαρτίες των απογόνων της; Έχω την τιμή να σας απαντήσω, ότι ήταν πολύ αρχαία και έκρυβε με φιλαυτία κάτω από τα χώμα της πολλούς θησαυρούς, πράγμα που δεν μπορούσα να συγχωρέσω. Μέχρι τώρα κανείς ταξιδιώτης δεν ετόλμησε να τους αγγίξει, ακόμη και οι Βενετοί, παρά το ότι υπήρξαν κάποτε κυρίαρχοι αυτής της χώρας, τους εσεβάσθησαν. Εγώ έκρινα πως δεν έπρεπε να θρέφω ανάλογο σεβασμό και την ισοπέδωσα λοιπόν με κάθε επισημότητα, πράγμα που προεκάλεσε τον θαυμασμό των Τούρκων, ενώ οι Γραικοί εθύμωσαν και οι Εβραίοι έμειναν κατάπληκτοι. Είμαι ικανοποιημένος, διότι απέκτησα από αυτό το ταξίδι μου πράγματα ικανά να θαμπώσουν όλους τους σοφούς» (19). 

   Η ολέθρια παρουσία του μοχθηρού αββά στην Ελλάδα κράτησε συνολικά δεκαέξι μήνες. Μπαρκάροντας από το Ναύπλιο, ο ίδιος έδωσε τον απολογισμό του ταξειδιού του: αντίγραφα 2.600 επιγραφών και 300 αναγλύφων, μετάλλια, σχέδια, απόψεις πόλεων και μνημείων. Ερεύνησε γιά αρχαιότητες σε 63 μοναστήρια και 122 μετόχια. Ύστερα απ’ όλα αυτά, με την επιστροφή του στη Γαλλία, αντί γιά δόξα και επιστημονικές «δάφνες», τον περίμεναν η χλεύη, η αποδοκιμασία και η γενική κατακραυγή. Σ΄αυτές προστέθηκαν και οι κατηγορίες γιά πλαστογραφία, απάτη και καταστροφή πολιτισμικών μνημείων. Ο ίδιος, οι συνεργάτες και οι «πάτρωνές» του είχαν στιγματιστεί ανεπανόρθωτα...

   Έξι χρόνια μετά (1738) ο καταδηωμένος Ελληνικός χώρος δέχτηκε ακόμα ένα επισκέπτη με αρπακτικές διαθέσεις, τον John Montague κόμη του Sandwich. Νεώτατος, τολμηρός και ευκατάστατος, κατάφερε να συλλέξει μούμιες, μετάλλια και παπύρους από την Αίγυπτο, που επισκέφθηκε πρώτη, αλλά και αρχαία αγγεία, ανάγλυφα και επιγραφές από την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο χρονικό του ταξειδιού του, γραμμένο από τον ίδιο (20), στη Σαλαμίνα είχε επιστρατεύσει ντελάληδες να γνωστοποιήσουν ότι αγοράζει μετάλλια, έναν παρά το κομμάτι...

   Ο Pωσοτουρκικός Πόλεμος της περιόδου 1770-1774, δεν υπήρξε λιγότερο κρίσιμος για τις αρχαιότητες. Oι Pώσοι αξιωματικοί κατηγορήθηκαν όχι μόνον οτι αφαίρεσαν λείψανα του Ελληνικού Πολιτισμού, αλλά οτι με τη μανία της αρπαγής έσπασαν και κατέστρεψαν πολλές φορές μνημεία. O κόμης H. L. Pasch Van Krienen, για χρόνια στο ρωσικό στρατό, είναι γνωστό ότι μετέφερε στο Λιβόρνο τέσσερα κιβώτια με αρχαία από τα νησιά του Aιγαίου.
 
 

   Μέχρι το 1780 η αρχαιοσυλλεκτική βουλιμία Άγγλων και Γάλλων είχε μετατρέψει την Ελλάδα σε κέντρο διερχομένων με στόχο την επισήμανση αρχαιολογικών χώρων που μέχρι τότε είχαν παραμείνει  σχεδόν ανεξερεύνητοι. Το 1785 ο πρεσβευτής της Γαλλίας στην Πόλη Μarie Gabriel Florent Auguste de Choiseul-Gouffier εφοδιασμένος με σουλτανικό φιρμάνι, επιχειρεί διαμέσου του προξένου της Γαλλίας στην Αθήνα Louis Sebastian Fauvel, επίσης αρχαιοκαπήλου και μεγάλου τοκογλύφου, να αποσπάσει γλυπτά από τον Παρθενώνα. Κατά τη διάρκεια των εργασιών στην κορυφή του ναού κατέρρευσε μια μετόπη. Το περιστατικό αναφέρεται σε υπόμνημα (σχετικά με την καταστροφική επιδρομή του Έλγιν στην Ακρόπολη, είκοσι χρόνια αργότερα): "Γάλλοι τεχνίτες προσπάθησαν να αφαιρέσουν πολλά γλυπτά από διαφορά κτίσματα του φρουρίου και κυρίως από τον Παρθενώνα. Αλλά ενώ κατέβαζαν μια μετόπη, η συσκευή αστόχησε και τα γλυπτά κατέπεσαν και θρυμματίσθηκαν". Τα υλικά και τα εργαλεία των γάλλων, τους μακαράδες τις σκάλες κλπ. θα χρησιμοποιήσουν οι πράκτορες του Έλγιν το 1801. Όχι τυχαία λοιπόν, ο Λόρδος του Έλγιν τον χαρακτήριζε «δάσκαλό του» (21)...

   Το πρώτο του ταξείδι στήν Ελλάδα, όπου και παρέμεινε γιά ένα χρόνο, το είχε πραγματοποιήσει τὸ 1776, και είχε συγκεντρώσει πολύτιμο υλικὸ γιά τις Ελληνικὲς αρχαιότητες και γιά τον τρόπο ζωής των Ελλήνων της εποχής του, το οποιό δημοσιεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα. Τα κειμενά του συνοδεύονταν από χαλκογραφίες  και σχεδιαγράμματα (22). Παρά την κατ’ επίφαση συμπάθεια προς την Ελλάδα, ως πολιτισμικό μέγεθος, δεν έπαυε να είναι ένας κοινός αρχαιοκάπηλος. Είχε αναγάγη τη σύληση σε βασική απασχόλησή του. Διενεργούσε ανασκαφὲς και συγκέντρωνε αρχαία αντικείμενα στην κατοικία του. Με τὴν ιδιότητα του προξένου υποδεχόταν τους περιηγητές, τους οδηγούσε στους αρχαιολογικοὺς χώρους και φρόντιζε να ξεπουλήσει το εμπόρευμά του. Φόρτωσε ολόκληρα καράβια με γλυπτὰ απὸ τους αρχαιολογικοὺς χώρους της Αττικής. Στο φίλο και συνεργό του Fauvel, έγραφε χαρακτηριστικά το 1789: «Άρπαξε ό,τι μπορέσεις. Μην αφήσεις καμμιά ευκαιρία γιά λαφυραγωγία στην Αθήνα και στην περιοχή της. Ξεσήκωσε ό,τι περνάει από το χέρι σου. Μην λυπάσαι ούτε ζωντανούς, ούτε πεθαμένους» (23).

   Στο ενεργητικό της συνεργασίας των Gouffier και Fauvel, εκτός από την μεταφορά στη Γαλλία ολοκλήρου του Ναού του Ηφαίστου (Θησείο), ενός σχεδίου, την εκτέλεση του οποίου είχε αναθέσει ο πρώτος στον δεύτερο κι ευτυχώς δεν τελεσφόρησε, περιλαμβάνονταν επίσης η ανασκαφές - και συνακόλουθες λεηλασίες φυσικά -  στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 1787 (με λεία άγνωστο αριθμό αρχαιοτήτων, που συσκευάστηκαν σε 26 κασόνια και απεστάλησαν σε αποθήκη της Μασσαλίας, όπου κατασχέθηκαν από τη Γαλλική Επανάσταση κατόπιν), οι αποστολές στην Ολυμπία, στη Βερβίτσα (αρχαίες Βάσσες Ηλείας) και στη Μεγαλόπολη το καλοκαίρι του 1787, η ανακάλυψη και αρπαγή του αγάλματος της Μούσας Ουρανίας από το λόφο του Αγίου Στεφάνου στη Σαντορίνη, τον Ιούνιο του 1788, νέες ανασκαφές στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 1789 με την αρπαγή αγαλμάτων και ενεπιγράφων πλακών, αλλά και η αφαίρεση μιάς κολώνας του Ερεχθείου, ενός ενεπιγράφου βάθρου, ενός σπονδύλου και μιάς φιάλης από τον Παρθενώνα (24) 

   Μετὰ το θάνατο του Choiseul Gouffier, το 1817 στο Παρίσι, η μεγάλη συλλογή του πουλήθηκε σε μουσεία και ιδιώτες συλλέκτες. Το Μουσείο του Λούβρου απέκτησε ένα ικανό τμήμα της.   Ύστερα απ’ όλα αυτά ο βάνδαλος γάλλος άρπαγας θεωρείται μεγάλος φιλέλληνας (!) Δόθηκε μάλιστα και το όνομά του σε μια αθηναϊκή οδό επειδή υπήρξε... αρχαιολάτρης. Όσο γιά τον Fauvel, ραδιούργος και πολιτικά επαμφοτερίζων όπως ήταν, κατόρθωσε μέσα από πολλές περιπέτειες και με μεγάλο κόστος, να συμβιβαστεί με τη νέα πολιτική πραγματικότητα στη Γαλλία και να παραμείνει στην Ελλάδα ασκώντας τα προξενικά του καθήκοντα ως την έκρηξη της Επανάστασης το 1821.

 Λίγο πριν την Εθνεγερσία  

    Στο μεταίχμιο μεταξύ του 18ου και του 19ου αιώνα η αλλαγή των διπλωματικών ισορροπιών που επέφερε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η ναπολεόντια εκστρατεία στην Αίγυπτο και η κήρυξη του γαλλοτουρκικού πολέμου, οδήγησαν στην εξασθένιση της γαλλικής επιρροής στην Πύλη. Οι άγγλοι φυσικά δεν άργησαν να επωφεληθούν, εξασφαλίζοντας προνομιακή μεταχείριση σε πολλά ζητήματα. Αναλογικά, οι «ταξειδιώτες» τους έγιναν πλέον διπλάσιοι από τους αντίστοιχους γάλλους, γερμανούς, ιταλούς, αλλά κι αμερικανούς. Αυτό φαίνεται κι από το γεγονός ότι οι Έλληνες αποκαλούσαν συνολικά «μυλόρδους» τους ξένους επιφανείς επισκέπτες.

   Το 1799 διορίστηκε ως πρεσβευτής  της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη ο Thomas Bruce, 7ος κόμης του Έλγιν. Αμέσως άρχισε να ζητά διευκολύνσεις από την Πύλη γιά τον εντοπισμό και την αρπαγή αρχαίων θησαυρών. Εκτός από αυτές, εξασφάλισε επίσης και τη συνεργασία δύο  διορισμένων «ειδικών»: του κληρικού και λογοτέχνη Joseph D. Carlyle και του νεαρού εφημερίου Phillip Hunt. Ο πρώτος, ως γνώστης της αραβικής γλώσσας έστρεψε εξ αρχής το ενδιαφέρον του στην αναζήτηση αρχαίων χειρογράφων, με βιβλικό περιεχόμενο κατά προτίμηση, σε βιβλιοθήκες μοναστηριών και ιδρυμάτων - στην Ελλάδα και το Αιγαίο - αλλά και μέσα στο ανάκτορο του σουλτάνου. Ο δεύτερος, νεώτερος και δυναμικότερος, αποδύθηκε στην περισυλλογή κυρίως γλυπτών μνημείων. Είχε σκεφθεί να αποσπάσει ακόμη και τους λαξευμένους λέοντες από την πύλη των Μυκηνών, αλλά το πλοίο, στο οποίο τους προόριζε γιά φόρτωση, ήταν πολύ μακρυά κάτι που καθιστούσε αδύνατη τη μεταφορά τους. Τον Σεπτέμβριο του 1801 βρέθηκε στην Αθήνα, όπου επισκέφθηκε την Ακρόπολη και αφαίρεσε από το Ερεχθείο μία από τις Καρυάτιδες, αφού πρώτα, με την άδεια του βοεβόδα, γκρέμισε το περιτείχισμα που τις κάλυπτε. Σε σχετική αναφορά του προς τον Λόρδο του Έλγιν έγραφε: «Αν βρισκόταν στον Πειραιά μεγάλο αγγλικό πολεμικό πλοίο θα μπορούσαμε να φορτώσουμε ολόκληρο το εξαίσιο αυτό κτίσμα κι όχι μόνο μία κόρη» (25).  Η Τρωάδα, το Άγιο Όρος (Καρυές, Αθωνιάδα, Μονές) και η Χαλκιδική υπήρξαν οι κυριότεροι σταθμοί αναζήτησης χειρογράφων και αναγλύφων των δύο απεσταλμένων του πρεσβευτή, που δεχόταν με ευχαρίστηση κάθε «επιτυχία» τους. Στο μυαλό του τελευταίου πάντως είχε γίνει σχεδόν έμμονη ιδέα η σύληση του Παρθενώνα. Πολύ δε περισσότερο καθώς φοβόταν μιά νέα γαλλική επέμβαση στην Ακρόπολη. Ήδη από τον Ιούλιο του 1800 είχε συγκροτήσει και αποστείλει στην Αθήνα πολυμελές συνεργείο με ανάλογο εξοπλισμό, το οποίο αρχικά εκτελούσε απεικονίσεις, καταμετρήσεις και εκπονούσε αρχιτεκτονικά σχέδια των μνημείων της Ακρόπολης. Το πολυπόθητο γι΄αυτόν φιρμάνι (26) με την υπογραφή του Καϊμακάν Πασά, απευθυνόμενο προς τον καδή και τον βοεβόδα των Αθηνών, εκδόθηκε τελικά στις 6 Ιουλίου 1801 και επέτρεπε στα μέλη του συνεργείου «να στήνουν ικριώματα γύρω από τον Ναό των Ειδώλων (όπως αποκαλούσαν τον Παρθενώνα), να κατασκευάζουν εκμαγεία, να καταμετρούν τα κτήρια και να κάνουν ανασκαφές για ανεύρεση επιγραφών». Επίσης, περιλάμβανε εντολή της Πύλης «να μην ενοχληθούν τα μέλη του συνεργείου από τον Δισδάρη ή από οποιονδήποτε άλλο, να μην αναμειχθεί κανείς με τα ικριώματα και τα εργαλεία ούτε να εμποδίσει τα μέλη να πάρουν «μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και γλυπτά» (27) .
 
 

   Με αδρές δωροδοκίες προς τις τουρκικές αρχές των Αθηνών, ο κόμης του Έλγιν πέτυχε να ερμηνεύσει το φιρμάνι όπως ήθελε. Ο αριθμός των αρχαίων που λαφυραγώγησε σε διάστημα 18 μηνών, ανέρχεται σε 253 ανάγλυφα και αγάλματα εκτός από τα μικρά αντικείμενα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται μετώπες και πλάκες της ζωφόρου του Παρθενώνα, αγάλματα από το ανατολικό και δυτικό αέτωμα, η Καρυάτιδα και ο κομψότατος κίονας του Ερεχθείου και το μεγάλο άγαλμα του Βάκχου πάνω από το Θέατρο του Διονύσου. Παράλληλα, η ολοκληρωτική καταστροφή πολλών αγαλμάτων κατά στην αφαίρεσή τους από τη θέση τους, λόγω των πρωτογόνων μεθόδων απόσπασης, προκάλεσε αλγεινότερα συναισθήματα από εκείνα που δημιούργησε η αρπαγή τόσων άλλων.

   Πολλά από τα αρχαία σπαράγματα φορτώθηκαν στο πλοίο «Μέντωρ» με σκοπό τη μεταφορά τους στη Βρεταννία. Αυτό όμως ναυάγησε έξω από τα Κύθηρα. Επιστρατεύοντας ντόπιους βουτηχτές ο λόρδος κατάφερε να ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του πολυτίμου φορτίου. Η πλούσια συλογή των κλεμμένων θησαυρών παρέμεινε στην κατοχή του μέχρι την εποχή που χρεωκόπησε κι αναγκάστηκε να την πουλήσει στο κράτος (28).

    Συνεργάτης του κόμητος του Έλγιν στην ληστρική επιχείρηση κατά της Ακρόπολης υπήρξε μεταξύ άλλων και ο Edward D. Clarke, που όμως «δούλευε» και γιά λογαριασμό του. Η ιστορία χρεώνει σ’ αυτόν την αρπαγή του υπερμεγέθους αγάλματος της Δήμητρος από το ιερό της Ελευσίνας τον Νοέμβριο του 1801. Είχε εντοπιστεί βέβαια από το 1676, αλλά από τη μιά ο όγκος και το βάρος του κι από την άλλη η δεισιδαιμονία των χωρικών, το άφηναν θαμμένο κατά το ήμισυ στη θέση του (29).

   Τα έργα και οι ημέρες του Tomas Bruce στην Ακρόπολη των Αθηνών, παρά τις αντιδράσεις λογίων και επιφανών Ευρωπαίων όπως ο Βύρων, κέντρισαν γρήγορα τη βουλιμία πολλών αρχαιοφίλων της Ευρώπης. Το 1807 στη Ρώμη συγκροτήθηκε μιά «εταιρεία» (μάλλον «συμμορία» είναι ο πιό δόκιμος όρος) γιά την προώθηση της διενέργειας ανασκαφών στο Ελληνικό έδαφος (30). Ο φιλότουρκος νεαρός άγγλος αρχιτέκτων Charles Robert Cockerell ήταν από τα σημαντικότερα στελέχη της. Έφθασε στη ηπειρωτική Ελλάδα το 1810 και γιά έξι χρόνια, με πρόσχημα την αρχαιοδιφία, είχε επιδοθεί  σε ανασκαφές και υφαρπαγές μνημείων. Ερευνώντας στην Αίγινα το 1811, σε συνεργασία με άλλους, έφερε στο φως αγάλματα και ανάγλυφα από τα αετώματα του ναού της Αφαίας. Προσεταιριζόμενος τοπικούς προεστούς κατόρθωσε να τα βγάλει από το νησί. Κατέληξαν στην Αθήνα γιά να συγκολληθούν και να αναζητηθεί αγοραστής. Τελικά μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο, μακρυά από τον τουρκικό ζυγό, όπου και δημοπρατήθηκαν διεθνώς (31).  Η ομάδα υπό τον Cockerell επέστρεψε στο Μωριά το 1812, με σκοπόαυτή τη φορά το ναό του Απόλλωνος στις Βάσσες της Ηλείας. Ωστόσο οι Ανδριτσάνοι που είχαν μισθωθεί γιά τις δέουσες ανασκαφές, από δεισιδαιμονία κυρίως, δεν δέχθηκαν να συνεχίσουν, αφήνωντας μόνους τους ξένους. Κάποιες επιχειρήσεις εκφοβισμού τους από ντόπιους λίγο αργότερα, έφεραν αποτέλεσμα και τελικά η ομάδα έφυγε σχεδόν άπρακτη. Επανήλθε όμως το καλοκαίρι του 1813 και με έγγραφη άδεια του Βεληπασά της Τριπολιτσάς (έναντι αμοιβής βεβαίως), προχώρησε σε ανασκαφές και εξαγωγή των γλυπτών κυρίως ευρυμάτων από το λιμάνι του Ναυαρίνου, παρά τις ζωηρές αντιδράσεις του τοπικού Ελληνικού πληθυσμού. Τα αρχαία μεταφέρθηκαν στα Επτάνησα, όπου πουλήθηκαν στον άγγλο διοικητή κι από εκεί στο Λονδίνο.

   Ζηλωτής της δόξας του Cockerell δεν άργησε να γίνει κι ο φίλος και συνεργάτης του  δανός αρχαιολόγος P.O.Bronsted. Το 1811 βρέθηκε στην Κέα γιά ανασκαφικές επιχειρήσεις. Είναι από τους ελαχίστους που εκφράστηκαν στα χρονικά τους με συμπάθεια γιά τον υπόδουλο Ελληνισμό (32), χωρίς ωστόσο αυτό να τον εμποδίσει να επωφεληθεί από την αμάθειά του και ύστερα από ανασκαφές τριών εβδομάδων να του πάρει πλήθος αρχαίων αντικειμένων που βρήκε στη νησιωτική γη.

   Την πρωτοκαθεδρία των βρεταννών στη βιομηχανία της αρπαγής αρχιοτήτων ήλθε να θέσει εν αμφιβόλω ένας γάλλος, μόλις δώδεκα μήνες πριν από την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως. Πρόκειται γιά τον Lodoïs de Martin du Tyrac, κόμη του Marcellus, που είχε διοριστεί στην πρεσβεία της χώρας του στην Κων/πολη το 1816  και γιά τέσσερα χρόνια περιδιάβαινε την Ελλάδα και τη Μ. Ασία ως περιηγητής, συντάσσοντας και σχετικό χρονικό. Σ΄αυτό αφηγείται, χωρίς όμως να καθιστά απόλυτα ξεκάθαρο, πως απέκτησε την Αφροδίτης της Μήλου, όταν επισκέφθηκε το νησί το 1820. Το άγαλμα βέβαια, που είχε βρεθεί πολύ νωρίτερα από έναν αγρότη, ονόματι Γιώργη, που καλλιεργούσε στο χωράφι του, το επωφθαλμιούσε ένας καλόγερος του νησιού γιά να το δωρήσει στον Δραγουμάνο του Στόλου, Νικ. Μουρούζη, προκειμένου να εξασφαλίσει την εύνοιά του.

   Ο γάλλος κόμης, δυναμικός και ...γενναιόδωρος, κατάφερε να πείσει τόσο τον αγρότη, όσο και τους πρόκριτους του νησιού (που μεταγενέστερα τιμωρήθηκαν γιά τις αποφάσεις τους με πρόστιμο και μαστίγωμα), να ματαιώσουν την προετοιμασμένη αποστολή του αγάλματος και να το φορτώσουν στο δικό του πλοίο, με το οποίο τελικά μεταφέρθηκε στη Σμύρνη κι από εκεί, το Φεβρουάριο του 1821 βρέθηκε στο Παρίσι (33). Παραταύτα όμως, είναι μάλλον απίθανο να έφυγε η Αφροδίτη από το νησί χωρίς να προκληθούν αντιδράσεις (34),  ενώ είναι γεγονός ότι η συναισθηματική απήχηση της απομάκρυνσης του αγάλματος από το νησί και την Ελλάδα γενικότερα υπήρξε καίρια επηρεάζοντας και τις κατοπινές γενεές (35). Η περίπτωση της Αφροδίτης της Μήλου πάντως ήταν και η τελευταία  μεγάλης σπουδαιότητας πράξη αρχαιοκαπηλίας που σημειώθηκε. Με τον ξεσηκωμό του Γένους, η κατάσταση άρχισε βαθμιαία να αλλάζει και να διαμορφώνεται έτσι, ώστε, σιγά – σιγά, να παγιωθεί η αντίληψη στο δυτικό κόσμο ότι η εποχή της αχαλίνωτης ασυδοσίας κάποιων υστερόβουλων αρχαιοφίλων έδυε, χωρίς βεβαίως να  λείπουν και κάποια μεμονωμένα περιστατικά αρχαιοκαπηλίας αργότερα, όπως αυτό που αφορά τον εντοπισμό και την αρπαγή του αγάλματος της Νίκης από τη Σαμοθράκη το 1863 (36). Άλλωστε, από τα πρώτα μελήματα του νεοσύστατου κράτους ήταν η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας ίδρυσε το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αίγινα το 1829, ενώ το 1835  η  Ελλάδα θέσπισε νόμο για την προστασία των αρχαιοτήτων, ο οποίος προβλέπει την απαγόρευση εξόδου τους από τη χώρα.

 Επιλεγόμενα

    Μιά χρονικά επιτομική θεώρηση της καταστάσεως της Ελληνικής μνημειακής κληρονομιάς επί Τουρκοκρατίας, χωρίς την ιδιαίτερη παράθεση λεπτομερειακών στοιχείων, είναι αρκετή γιά να σχηματίσουμε μία σαφή εικόνα. Έχουμε προ οφθαλμών πρόσωπα, γεγονότα και πράγματα τοποθετημένα μέσα σε ένα ιστορικό γίγνεσθαι από το οποίο μπορούμε να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα. Το κυριώτερο από αυτά δεν μπορεί να είναι άλλο από τη διαπίστωση ότι οι διάφοροι «περιηγητές», «ταξειδιώτες», «επισκέπτες» ή όπως αλλιώς χαρακτηρίστηκαν οι κάθε λογής αρχαιολάγνοι διερχόμενοι, μόνο φίλοι του Ελληνικού Πολιτισμού και του Ελληνισμού δεν υπήρξαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Μπορεί να άφησαν πίσω τους χρονικά και απομνημονεύματα που παρέχουν, ομολογουμένως πολύτιμες, ιστορικές πληροφορίες γιά την κατάσταση του υπόδουλου Ελληνικού Γένους, αλλά αυτό σε καμμιά περίπτωση δεν αποενοχοποιεί, τόσο τους ίδιους, όσο και τους αποστολείς τους γιά τον παραλογισμό και την απερίγραπτη - και με διαχρονικές επιπτώσεις - φθορά που προξένησαν στην Ελλάδα ως χώρα και ως πολιτισμικό μέγεθος. 
   Η τακτική των μικρόψυχων και τυχάρπαστων ανθρώπων προερχομένων από πολιτισμικά ασήμαντους λαούς, που ταξιδεύουν από σκοτεινές χώρες για να "πλιατσικολογήσουν" στο Ελληνικό Φως, προσπαθώντας να γεμίσουν τα άδεια μουσεία τους και να καλύψουν έτσι το κενό της ιστορικής ανυπαρξίας τους, είχε καταστεί, γιά αιώνες εγκληματική συνήθεια. Ο βάρβαρος αυτός ιμπεριαλισμός αποκάλυψε το πραγματικό πρόσωπο της Ευρώπης χωρίς κανένα ψιμύθιο... Σαν πραγματικό προφητικό βάλσαμο ακούγονται τα λόγια του μεγάλου διδασκάλου Αθανασίου Ψαλλίδα (προς τον φίλο του λόρδου Βύρωνα, Hobehouse, το 1815 στα Ιωάννινα): «Εσείς μας παίρνετε τα έργα των προγόνων μας. Φυλάξτε τα καλά. Κάποια μέρα θα έρθουμε να σας τα ξαναζητήσουμε...».
 
Μάριος Κ. Μαμανέας
 
 

 

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ – ΠΗΓΕΣ :

 

(1) Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (ΙΓ΄ 90) είναι πολύ παραστατικός περιγράφοντας την απογύμνωση του Ακράγαντος από τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς του: «Ο δε Αμίλκας, τα ιερά και τας οικίας συλήσας και φιλοτίμως ερυνήσας, τοσαύτην ωφέλειαν συνήθροισε, όσην εικός εστίν εσχηκέναι πόλιν οικουμένην υπό ανδρών είκοσι μυριάδων, απόρθητον δε από της κτήσεως γεγενημένην και ταύτα των εν αυτή φιλοκαλησάντων εις παντοίων κατασκευασμάτων πολυτέλειαν. Και γαρ γραφαί παμπληθείς ηυρέθησαν εις άκρον εκπεπονημέναι και παντοίων αδριάντων φιλοτέχνως δεδημιουργημένων υπεράγων αριθμός. Τα μεν ουν πολυτελέστατα των έργων απέστειλεν εις Καρχηδόνα, εν οις και τον Φαλάριδος συνέβη κομισθήναι ταύρον, την δε άλλην ωφέλειαν ελαφυροπώλησεν».

 (2) The negotiations of sir Thomas Roe in his embassy to the Ottoman Porte (London, 1740).

(3) Στην αναφορά του προς τον «πελάτη» του έγραφε μεταξύ άλλων: «Ειδικά στους Δελφούς βρίσκονται ανεκτίμητοι θησαυροί. Νομίζω πως δεν είναι δύσκολο να γίνουν έρευνες και ανασκαφές. Μαθαίνω πως πολλά αγάλματα είναι θαμμένα γιά να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Νομίσματα θα προμηθευτώ από τους Εβραίους, αλλά είναι πολύ ακριβά. Έχω ένα χρυσό του Μ. Αλεξάνδρου... Απέκτησα επίσης ένα γλυπτό από το ανάκτορο του Πριάμου». (Κ. Σιμόπουλος, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τ. Α΄, σελ. 137).

(4) Είναι η γνωστή ως Porta Aurea, που κατά την παράδοση, είχε κτίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος. Πλαισιωνόταν από δύο μεγάλους κίονες και το υπέρθυρο διακοσμούσαν δώσεκα πλακίδια από μάρμαρο με ανάγλυφες παραστάσεις.

 (5) Πρόκειται γιά ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα, αμύθητης ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας, αγνώστου δημιουργού, γραμμένη σε αττική διάλεκτο περί το 264/363 π.Χ. Αναφέρει συνοπτικά τα γεγονότα από την εποχή του Κέκροπος έως τις ημέρες του αθηναίου άρχοντος Διογνήτου. Το 1897 ανακαλύφθηκαν κι άλλα κομμάτια από την ίδια πλάκα.

 (6) Σύμφωνα με έκθεση της Αρχαιολογικής Εταιρίας (21 Μαΐου 1842) η βόμβα «άνηψε την πυρίτιδα και τρομερά έκρηξις εκλόνισε το αρχαίον οικοδόμημα μέχρι των θεμελίων αυτού και αμφότεραι οι πλευραί του, τοίχοι και στήλαι, κατέπεσαν και τα πλείστα των αναγλύφων της τε ζωφόρου και των μετοπών και αετωμάτων κατεκρημνίσθησαν και ετάφησαν υπό σωρόν ερειπίων». (Πρακτικά της ΣΤ’ γενικής συνεδριάσεως της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας, τη 12η Μαΐου 1846, σ. 146 κ.ε.    Η αυτόπτης της καταστροφής Anna Akerhjem, συνοδός της συζύγου του Οtto Kunigsmark, διοικητή της πολιορκίας, έγραφε στο ημερολόγιό της «Ο κόσμος δεν θα ξαναδημιουργήσει τέτοιο αριστούργημα»

 (7) Κ. Σιμόπουλος, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τ. Α΄, σελ. 651.

 (8) Ο Φραγκίσκος Μοροζίνι, δεν αρκέστηκε στην καταστροφή του Παρθενώνα. Θέλησε να μεταφέρει στη Βενετία και τρόπαιο από τον γκρεμισμένο ναό. Διάλεξε το εξαίσιο γλυπτικό σύμπλεγμα του δυτικού διαζώματος με τον Ποσειδώνα και τα δύο άλογα. Αλλά κατά την απόσπαση των γλυπτών γκρεμίστηκε ολόκληρο τμήμα του ναού κι όλα τα μάρμαρα θρυμματίσθηκαν καταγής. Στην αναφορά του προς τη σύγκλητο ο άξεστος στρατηγός δεν εκφράζει ούτε λύπη ούτε μεταμέλεια για την κατάρρευση του ναού και την καταστροφή του διαζώματος.

 (9) Κάθε απεικόνιση λιονταριού είχε μεγάλη σημασία για την πόλη της Βενετίας καθώς μετατρεπόταν μεταφορικά σε απεικόνιση του Ευαγγελιστή Μάρκου, του πολιούχου αγίου της. Γι΄ αυτό τον λόγο και η Βενετία είναι γεμάτη από λέοντες κάθε μορφής, κλεμένους από όλο τον κόσμο, που ταυτόχρονα απεικονίζουν και την, πάλαι ποτέ, δύναμη της Βενετικής θαλασσοκρατορίας.

 (10)  MISSIONS ARCHÉOLOGIQUES FRANÇAISES ΕN ORIENT AUX xvir ET xviir siècles
Documents publies par Henri Omont, Paris 1902)
(11) «Μέσα στο μισοχαλασμένο ναό [στη Δράμα] βρήκα την προτομή ενός Ηρακλέους εξαιρετικής ομορφιάς από λευκό μάρμαρο.  Χρησιμοποιείται ως βάθρο μιάς ξύλινης κολώνας που υποστηρίζει το γυναικωνίτη. Η μισή είναι θαμμένη στο χώμα. Αν βρισκόταν στη Δράμα ο μητροπολίτης, θα την αγόραζα... Δεν πειράζει όμως...Θα την πάρω σε άλλο ταξείδι».( Voyage du Sieur Paul Lucas au Levant, Volume 1, Paris 1712, page 253).

 (12) Κ. Σιμόπουλος, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τ. Β΄, σελ. 38.
     (13) Αυτόθι, σελ. 40.

(14) Υπήρξε και προγενέστερη προσπάθεια διεισδύσεως στη βιβλιοθήκη του σουλτάνου, αλλά χωρίς χειροπιαστό αποτέλεσμα. Το 1687 ο γάλλος πρεσβευτής Pierre Girardin διαπίστωσε ότι εκεί υπήρχαν τουλάχιστον 200 ελληνικοί τόμοι. Με τη βοήθεια ενός ιταλού μεσάζοντος ξεχώρισε και μετέφερε έξω από το σεράϊ κάποιους από αυτούς, γιά αξιολόγηση, χωρίς όμως τελικά να καταφέρει να τους αποσπάσει.
   (15) «Είναι δύσκολο να αποκτήσουμε χειρόγραφα. Οι Έλληνες κληρικοί δεν κλονίζονται, ακόμα και με την προσφορά μεγάλων ποσών. Μας αντιμετωπίζουν με το επιχείρημα ότι οι παλαιοί πατριάρχες είχαν αφορίσει εκείνους που πούλησαν πολύτιμα αντικείμενα των μοναστηριών. Ένας απεσταλμένος του γερμανού αυτοκράτορα έφθασε στην Ανατολή γιά τον ίδιο σκοπό. Πήγε στη Νέα Μονή της Χίου και πρόσφερε στους μοναχούς 1.100 τσεκίνια γιά επτά χειρόγραφα. Οι μοναχοί έμειναν αλύγιστοι Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο γιά κάθε καλόγερο χωριστά. Πολλοί αγαπούν το χρυσάφι περισσότερο απ’ όσο φοβούνται τον αφορισμό. Σ’ αυτούς πρέπει να απευθυνθεί κανείς γιά να πετύχει. Άλλωστε γιά τους Έλληνες είναι ολότελα άχρηστοι αυτοί οι θησαυροί Να τους χρησιμοποιήσουν δεν μπορούν. Έπειτα, υπάρχει κίνδυνος να αφανισθούν τα καλύτερα αρχαία χειρόγραφα». (Henri Omont, “Missions archeologiques francaises en Orient aux XVII et XVIII siecles”, Paris 1902, vol. Α’, page 459).

(16) Κ. Σιμόπουλος, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τ. Β΄, σελ. 135.
     (17) Αυτόθι, σελ. 139.

(18) Βλ. Γ. Ρασσιάς: «Ένας αγροίκος κληρικός καταστρέφει τον 18ο αιώνα ό,τι είχε απομείνει από την αρχαία Σπάρτη», άρθρο στο www.rassias.gr.

(19) Κ. Σιμόπουλος, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τ. Β΄, σελ. 143.

(20)  A voyage performed by the late Earl of Sandwich round the Mediterranean in the years 1738 and 1739 written by himself, London 1799.

(21) Χατζηφώτης Μ.Ι., «Η Καθημερινή Ζωή των Ελλήνων στην Τουρκοκρατία», Παπαδήμας, Αθήνα 2002, σελ. 75-76.

(22) Voyage pittoresque de la Grece, Marie Gabriel Florent Auguste de Choiseul Gouffier, Paris 1782.

 (23)    Κ. Σιμόπουλος, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τ. Β΄, σελ. 463. 

 (24)  Αυτόθι, σελ. 464.

(25)   Κ. Σιμόπουλος, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τ. Γ΄, σελ. 96.

(26)   Το φιρμάνι, αυτό δεν βρέθηκε ως σήμερα, παρά τις έρευνες ειδικών στα τουρκικά αρχεία. Μια μετάφραση του στα ιταλικά, την οποία είχε κάνει ο διερμηνέας της Αγγλικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, Πιζάνι, βρέθηκε στο αρχείο του Phillip Hunt . Από αυτό το ιταλικό κείμενο έγινε η μετάφραση του φιρμανίου στα αγγλικά, την οποία έδωσε ο Hunt στην Ειδική Εξεταστική Επιτροπή, που είχε συστήσει η αγγλική Βουλή για την αγορά των «Ελγινείων», όταν ο ίδιος κλήθηκε ως μάρτυρας.

(27)  ... «qualque pezzi di pietra con inscrizioni e figure», όπως αναφέρεται στο κείμενο του Hunt. (βλ. σχετ.: www.istorikathemata.com).

(28) Πριν από την τελική απόφαση της αγγλικής κυβερνήσεως για την αγορά της συλλογής, το 1816, έγινε μεγάλη συζήτηση στη Βουλή των Κοινοτήτων για τις νομικές και γλωσσικές αντιφάσεις που περιέχονται στο φιρμάνι, και ακούστηκαν πολλά για την κατάχρηση της εξουσίας από τον κόμη του Έλγιν ως πρεσβευτή στην Πύλη. Τελικά αποφασίστηκε με ψήφους 82 υπέρ και 30 κατά η αγορά των αρχαιοτήτων. (Βλ. σχετ.: www.istorikathemata.com).

(29) Βλ. σχετ.: autochthonesellhnes.blogspot.com. Ομοίως, βλ.: E. D. Clarke, «Τravels in various Countries», τομ. VI, Λονδίνο, T. Dadell and W.Davies, 1817, σελ. 597-605

(30) Μέλη της Εταιρείας αυτής ήταν επίσης ο εσθονός αρχαιολόγος και καλλιτέχνης Otto Magnus von Stackelberg, ο ζωγράφος Linekh, ο Βυρτεμβέργιος, οι δανοί αρχαιολόγοι  Bronsted και Koes, ο βαυαρός Von Haken κ.α. (Κ. Σιμόπουλος, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τ. Γ2΄, σελ. 132).

(31)  Έναν χρόνο μετά μεταφέρθηκαν στη Μάλτα, όπου η προσφορά του Λουδοβίκου της Βαυαρίας κατέστη πλειοδοτική (70.000 φιορίνια). Σήμερα βρίσκονται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου.

(32)  Κ. Σιμόπουλος, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τ. Γ2΄, σελ. 166.

(33)  Αυτόθι, σελ. 542.

(34)  «Το άγαλμα μεταφέρθηκε στο γιαλό του νησιού… Αν από θαύμα ζωντάνευε η θεά θα έκλαιγε πικρά καθώς την έσερναν στα βράχια, την αναποδογύριζαν και την κατρακυλούσαν άνθρωποι σε έξαλλη κατάσταση. Παραλίγο να γκρεμισθεί στην θάλασσα… Ακολούθησε πανδαιμόνιο γύρω από το κασόνι που την μετέφεραν. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να το δώσουν. Ο κυβερνήτης του πολεμικού πλοίου κραύγασε στους ναύτες να ρίξουν το κασόνι στη λέμβο. Τότε άρχισε η μάχη. Σπαθιά και ρόπαλα ανέμισαν. Ο παπάς του νησιού δέχθηκε πολλά χτυπήματα στο κεφάλι και τη ράχη. Το ίδιο και οι Έλληνες που ζητούσαν βοήθεια από τον Θεό και αγωνίζονταν. Ο πρόξενος της Γαλλίας πολεμούσε καλά κρατώντας στο ένα χέρι σπαθί και στο άλλο ρόπαλο. Οι ναύτες τραβολογούσαν το κασόνι που χτυπιόταν δεξιά-αριστερά. Τότε, σ’ αυτήν τη μεταφορά έχασε η Αφροδίτη το αριστερό της χέρι, που βλέπομε σήμερα κομμένο… Αργότερα έσπασε και το άλλο χέρι». (Πηγή: Αθανάσιος Δέμος – εφημ. «Πρωινός Λόγος»).

(35) Λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε μετακίνηση της Αφροδίτης σε άλλη θέση. Όταν σήκωσαν το άγαλμα ανακαλύφθηκε πάνω στο βάθρο ένα κομμάτι χαρτί κιτρινισμένο από τον χρόνο, το οποίο έγραφε το εξής: «Στην λατρευτή μου Αφροδίτη της Μήλου επαναλαμβάνω με πόνο τα λόγια του Δροσίνη. Και στη συνέχεια ήταν γραμμένο ολόκληρο το ποίημα του Δροσίνη για την Αφροδίτη. Υπογραφή στο σημείωμα: «Με πόνο. Βεατρίκη Κώττα, ετών 12». Η ανεύρεση του σημειώματος αυτού και ο τρόπος της εκφράσεως των αισθημάτων της νεαρής Ελληνίδας έκαμαν τότε ζωηρότατη εντύπωση στο Παρίσι. Ο γαλλικός τύπος και το ραδιόφωνο του Παρισιού ασχολήθηκαν επανειλημμένα. Το σημείωμα τοποθετήθηκε σε μια γυάλινη θήκη και κατατέθηκε στα αρχεία του Λούβρου.

(36)  Στη Σαμοθράκη το 1863, κοντά στο ιερό των Καβείρων, βρέθηκε διαμελισμένη (πιθανόν από σεισμό) η Νίκη της Σαμοθράκης από μια αρχαιολογική αποστολή με επικεφαλής τον Charles Champoiseau, υποπρόξενο της Γαλλίας στην Αδριανούπολη, ο οποίος κατόρθωσε να πάρει έγκριση από τις Τουρκικές αρχές για να μεταφερθεί το άγαλμα στην Γαλλία. Η Νίκη τελικά θα εκτεθεί στο Λούβρο χωρίς τα φτερά και το επάνω μέρος του σώματός της 2 χρόνια αργότερα, στις 11 Μαϊου 1864.