Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Οι Ελληνικές επιδράσεις στην Τέχνη του Ιουδαϊσμού


  Επί σειρά αιώνων επικρατούσε η επιφανειακή αντίληψη ότι ο Ιουδαϊσμός ως θρησκευτικό σύστημα δεν είχε αναπτύξει σχεδόν καθόλου θρησκευτική τέχνη , παρά μόνον μετά τον 18ο αιώνα οπόταν τα πρώτα δείγματα των εβραϊκών τελετουργικών αντικειμένων άρχισαν να γίνονται ευρύτερα γνωστά. Όμως η μακραίωνη παρουσία των Ισραηλιτών στην Παλαιστίνη και οι όποιες επιδράσεις αναμφισβήτητα δέχθηκαν από τους προγενεστέρους τους Φιλισταϊκούς και λοιπούς Κρητο-μυκηναϊκής προέλευσης αποίκους, σίγουρα συνετέλεσαν στην προσοικείωση, μετασύνθεση και αφομοίωση πολλών στοιχείων τέχνης απ’ αυτούς, τα οποία η ιστορική έρευνα δεν έχει εισέτι περιβάλλει με τη δέουσα προσοχή.


   Είναι γνωστές οι βιβλικές απαγορεύσεις που αφορούν την δημιουργία έργων, με κυριότερη τη δεύτερη εντολή του εβραϊκού Δεκαλόγου: «ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω, και όσα εν τη γη κάτω, και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης. Μη προσκυνήσεις αυτοίς, μηδέ μη λατρεύσεις αυτοίς» (Έξοδος, 20, 4-5). Το νόημα της αρνητικής αυτής διάταξης επικεντρώνεται στην αποφυγή της λατρείας των αντικειμένων καθαυτών, γι’ αυτό και υπήρξε επιδεκτική κάποιας ελευθεριότητας στην ερμηνεία της από τους ραββίνους. Κι αυτό όχι μόνο για να προσδώσουν «νομική», δογματική, ηθική και θεολογική κατοχύρωση στα θρησκευτικά έργα τέχνης των εποχών στις οποίες έζησαν, αλλά και να δικαιολογήσουν, χωρίς το αναμενόμενο αποτέλεσμα εν τέλει, κάποιες λατρευτικές τακτικές του λαού του Ισραήλ που ουδόλως συνάδουν με τις γιαχβικές επιταγές περί τέχνης και χάνονται στα βάθη της ιστορίας απηχώντας αρίδηλα πανάρχαιες ελληνικές επιρροές.

   Κατά την αρχαία  εποχή τα υπαίθρια ιερά των οποίων έκαναν χρήση οι Εβραίοι ήταν τα λεγόμενα «γιλγάλ». Η αυτή λέξη υφίσταται και στην Π. Διαθήκη ως κύριο όνομα ιερού χώρου και τόπου στρατοπεδεύσεως (Ιησ. Ναυή 4, 19-20 και 10, 6-9). Επρόκειτο για λιθόκτιστους κυκλικούς χώρους, ανάλογους με τα ελλαδικά και περαιτέρω ευρωπαϊκά κυκλοτερή ιερά (κρομλέχ), εντός των οποίων υπήρχε θυσιαστήριο. Παραδίδεται ότι και ο Σαμουήλ είχε προσφέρει θυσία σε τέτοιο χώρο (Α΄ Βασιλειών, 10,8 και 13,7). Όσον αφορά τα ισραηλιτικά θυσιαστήρια και την κατασκευή τους, είναι γνωστό ότι στις τέσσερις άκρες τους έφεραν κέρατα που αποτελούσαν και το ιερότερο σημείο τους, όπως ακριβώς συνέβαινε και στα ανάλογα αρχαιότατα  θυσιαστήρια των Κρητών.


   Ένα επίσης σοβαρό στοιχείο που προσβάλλει ευθέως τον γιαχβικό θεοκεντρισμό στην πρώιμη φάση της εβραϊκής τέχνης είναι η ύπαρξη, στο μέσον του λατρευτικού χώρου, της «ματσεμπά», λίθινης ανθρωπόσχημης στήλης κατά μίμηση του μονήρους λίθου (μενχίρ) των Πελασγών αποίκων της Παλαιστίνης. Η λατρευτική χρήση των στηλών αυτού του είδους είχε ευρεία διάδοση, καθώς αποτελούσε έναν τύπο αγάλματος Θεού, το οποίο ο εισερχόμενος στον λατρευτικό χώρο αγκάλιαζε και ασπαζόταν. Παρά δε το γεγονός ότι η Π. Διαθήκη στρέφεται εναντίον αυτής της τακτικής (βλ. σχετ. Δευτερονόμιο, Προφήτες), στο βιβλίο της «Εξόδου» παραδίδεται (24,4) ότι ο ίδιος ο Μωυσής είχε τοποθετήσει σε θυσιαστήριο δώδεκα τέτοιες στήλες, μία για κάθε φυλή (βλ. σχετ. Ηλία Οικονόμου, Αρχαιολογία και Βιβλική Θεσμολογία). Παραπλήσια σε μορφή, μέγεθος και χρήση με την ματσεμπά, υπήρξε και η «Ασιεράχ» στήλη με ανεπιτήδευτη λάξευση που αναπαριστούσε θηλυκή θεότητα – πιθανώς την Ευαγοριτική (Ουγκαριτική) Ασιερά – Αστάρτη. Πολλά είδωλα του είδους αυτού είχαν περίοπτη θέση όχι μόνο σποραδικά στην επικράτεια του Ισραήλ, αλλά και μέσα στο Ναό του Σολομώντος επι της βασιλείας του τελευταίου και αργότερα (βλ. σχετ. Κριτ. 3, 5-7). Εκτός όμως από την ύπαρξη των αγαλμάτων αυτών  σε δημόσια ιερά και χώρους η Βίβλος παραδίδει ότι υπήρχαν και τα λεγόμενα «Τεραφείμ» η απόκρυψη των οποίων ήταν ευχερέστατη λόγω του μικρού τους μεγέθους. Εχρησιμοποιούντο κυρίως ως προστατευτικά της γονιμότητος των γυναικών αλλά και των ζώων. Στη «Γένεση» (30, 1 και 31,19) αναφέρεται η κλοπή των τεραφείμ του Λαβάν από τη στείρα Ραχήλ. Τα ανθρωπόμορφα αυτά ειδώλια, πληθώρα των οποίων έχει κατά καιρούς εντοπιστεί σε ανασκαφές, είναι πανομοιότυπα με τα αντίστοιχα Ελληνικά της Νεολιθικής και Πρωτοελλαδικής περιόδου.

   Μεγάλη σημασία στη συνάφεια αυτή έχουν και τα λατρευτικά σκεύη του Ναού του Σολομώντος που σύμφωνα με τις σωζόμενες περιγραφές, έβριθαν από στοιχεία  Ελληνικής τέχνης και αισθητικής. Οι κυματιστές διακοσμήσεις, τα ανθέμια  και οι σπείρες ήταν τα πλέον συνήθη μοτίβα. Οι καλλιτεχνικές αυτές επιρροές είχαν τέτοια διάδοση και εκτός της Ιερουσαλήμ, ώστε τον 1ο μ.Χ. αιώνα ο διδάσκαλος του Παύλου ραββίνος Γαμαλιήλ που έζησε στην Άκρα, δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί σε τελετές το λουτρό της θεάς Αφροδίτης, διευκρινίζοντας βέβαια ότι το λουτρό δεν είχε γίνει για τη λατρεία της αφού το άγαλμά της χρησίμευε μόνο για διακόσμηση. (βλ. σχετ. Μάϊκλ Κάνιελ, Η τέχνη του Ιουδαϊσμού). Ο ίδιος ο Ναός του Σολομώντος είχε κτισθή περί το έτος 959 π.Χ.από Κρητο-Φοίνικες τεχνίτες προερχόμενους από την Τύρο επάνω στον λόφο Μοριγά στη θέση προγενεστέρου ιερού του Σολύμου Διός κι αποτελεί συνέχεια της παραδόσεως των Κρητών που λάτρευαν στις «ιερές κορυφές» της Κρήτης την «Όρεια Μητέρα», συγχρόνως και την «Πότνια Θηρών». Είναι αναμφισβήτητο ότι οι Κρητο-Φοίνικες μαζί με τις παραδόσεις της πατρίδος τους μετέφεραν από την Κρήτη και την εμπειρία της αρχιτεκτονικής των ανακτόρων της Κνωσού, της Φαιστού και της Ζάκρου, που είχαν οικοδομηθεί περί τη δεύτερη χιλιετία π.Χ..
 
 

   Εφάμιλλης θεματολογίας και  τεχνοτροπίας με τα Ελληνικά είναι και τα ψηφιδωτά και ζωγραφικά έργα τέχνης, κυρίως δάπεδα και φρέσκα που έχουν μέχρι σήμερα εντοπιστεί σε συναγωγές της Παλαιστίνης και χρονολογούνται από τους τελευταίους προχριστιανικούς έως τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Χαρακτηριστικά, στη συναγωγή της Γάζας, που ανεσκάφη το 1966 και χρονολογήθηκε περί τον 6ο μ.Χ. αιώνα, ένας από τους τοίχους της κοσμείται από μια επιβλητική ανδρική μορφή που αναπαρίσταται να συγκεντρώνει γύρω της άγρια ζώα παίζοντας άρπα. Από την υπάρχουσα επιγραφή υποκάτω της φέρεται ως ο Δαυίδ, είναι όμως ηλίου φαεινότερον ότι πρόκειται για μια απομίμηση του Ορφέως. Επίσης στις συναγωγές της Μπετ –Άλφα και της Χαμάτ (βλ. φωτ.) τα σύμβολα και οι παραστάσεις αμιγώς ελληνικών πολιτισμικών στοιχείων είναι καταφανείς. Τα σπουδαιότερα όμως έργα τέχνης του είδους έχουν βρεθεί από την αρχαιολογική αποστολή του Κλάρκ Χόπκινς το 1932 στη Δούρα Ευρωπό της Συρίας. Πρόκειται για έναν οίκο θρησκευτικών συναθροίσεων με αρίστης ποιότητας νωπογραφίες που αναπαριστούν βιβλικές σκηνές. Οι μορφές που απεικονίζονται διακρίνονται από τόση καλλιτεχνική αρτιότητα, όση και οι τοιχογραφίες των εληνιστικών χρόνων σε σημείο που πολλοί να θεωρούν τον οίκο της Δούρας Ευρωπού όχι εβραϊκή συναγωγή, με τα συνήθη ανεπιτήδευτα τεχνήματα, αλλά χώρο συγκέντρωσης και λατρείας των πρώτων χριστιανών (βλ. σχετ. Γεωργίου Αντουράκη, Χριστιανική Αρχαιολογία, τομ. Α΄).

   Σε γενικές γραμμές η θρησκευτική τέχνη του Ιουδαϊσμού, πέρα από το δεδομένο θεολογικό υπόβαθρό της, είναι σαφές ότι ανατανακλά κάποιες επιδράσεις που μοιραία δέχθηκε από την συνάντησή της με τον Ελληνικό Πολιτισμό, κάτω από τις όποιες συνθήκες συνετελέσθη αυτή, και κάλυψε τα σοβαρότατα αισθητικά κενά που της επέβαλε η βιβλική κοσμοθεώρηση και διδασκαλία.

 

Μάριος Κ. Μαμανέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου