Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Η αρχαία Ελληνική Τέχνη στην Ινδική χερσόνησο


   Αφορμή για την παρουσίαση των αρχαίων Ελληνικών επιδράσεων στη θρησκευτική τέχνη των οπαδών του Βούδδα, ελήφθη από την εξόχως ενδιαφέρουσα Έκθεση γλυπτών και διαφόρων άλλων καλλιτεχνημάτων με τίτλο «Ο Ελληνισμός στα σταυροδρόμια της Ασίας», που λειτουργεί στο Μουσείο Ασιατικής Τέχνης στην πόλη της Κερκύρας. Τα εκθέματα στο σύνολό τους προέρχονται από την ιδιωτική συλλογή του Γ. Χατζηβασιλείου, ενός λογίου ευπατρίδη, ο οποίος, με δικά του έξοδα, αγόρασε από τις Ινδίες και μετέφερε για να δωρίσει τελικά στο Μουσείο, μια σειρά από εικαστικά έργα, που εμφανίζουν την πολιτισμική σφραγίδα του Ελληνισμού από τον 3ο π. Χ. έως και τον 5ο μ. Χ. αιώνα στην κεντρική και νότια Ασία.
   Η μοναδικότητα των γλυπτών αυτών, που ταυτόχρονα συνιστά και την καταλυτικότερη Ελληνική επίδραση στην δημιουργία τους, έγκειται στο γεγονός ότι, από χρονολογικής απόψεως, είναι τα πρώτα δείγματα έργων τέχνης του Βουδδισμού, όπως αυτή άρχισε να συγκροτείται από το 300 π.Χ. περίπου στην ινδική επαρχία της Γκαντάρα. Βεβαίως, ο Βούδδας Σιντάρτα Γκαουτάμα είχε ζήσει και δραστηριοποιηθεί τον 6ο αιώνα π.Χ. και, σύμφωνα με τις σωζώμενες παραδόσεις, είχε απαγορεύσει στους συγχρόνους και μεταγενεστέρους οπαδούς του κάθε εξεικόνιση της μορφής του. Εντούτοις, προϊόντος του χρόνου, αφ’ ενός μεν η απαγόρευση αυτή ατόνισε, αφ’ ετέρου δε τα ήδη πανάρχαια Ελληνικά πολιτισμικά στοιχεία, που ενδυναμώθηκαν κατά την περίοδο της επαφής των υπό τον Μ. Αλέξανδρο Ελλήνων με τους ντόπιους λαούς και την κουλτούρα τους, βρίσκονται ανάγλυφα επάνω στα υπό εξέταση τεχνήματα.
   Για τις Ελληνικές προϊστορικές πολιτισμικές επιδράσεις στους λαούς και τις χώρες της ινδικής χερσονήσου κάνουν λόγο πολλοί αρχαίοι ιστορικοί συγγραφείς: ο Στράβων (Γεωγραφικά 3–15), ο Νόννος (Διονυσιακά), ο Αρριανός (Αλεξάνδρου Ανάβασις, Ινδικά), ο Απολλόδωρος (Μυθολογία), ο Διόδωρος ο Σικελιώτης και ο Φιλόστρατος (Βίος Απολλωνίου Τυανέως) αναφέρονται σαφώς στην  μετάβαση και εγκατάσταση στα βόρεια της Ινδίας πανάρχαιών Ελλήνων εκπολιτιστών ήδη από το 7.500 π.Χ. Ο πρώτος αποικισμός  είχε συντελεσθεί σύμφωνα με τις πηγές, από τον Διόνυσο, ενώ ο δεύτερος από τον Ηρακλή και φέρεται σύγχρονος με την εμφάνιση των πολιτισμών του Μοχέντζο Ντάρο και της Χαράππα, όπου τα στοιχεία ελληνικής – αιγαιακής τεχνοτροπίας, γραμμικών γραφών  και πολεοδομίας είναι έκδηλα.



   Η επαρχία Γκαντάρα (ονομασία Ελληνική, όπως και η ομώνυμη πόλη Γάδαρα της Παλαιστίνης, αλλά και η Γαδείρα – σημερινή ονομασία: Αγαδίρ – του Μαρόκου), ανήκει σήμερα κατά το μεγαλύτερο μέρος της στο Πακιστάν. Από τα χρόνια του βασιλέως Ασόκα και μεταγενέστερα έγινε ο κυριότερος χώρος πολιτισμικών ζυμώσεων και υϊοθετήσεως των Ελληνικών καλλιτεχνικών μοτίβων από τους βουδδιστές νομάδες Κουσάν, που από τον 2ο π. Χ. αιώνα διαδέχθηκαν τους Έλληνες σε όλο το εύρος και το πλάτος των δύο παλαιοτέρων Ελληνιστικών βασιλείων, της Βακτριανής και του Ινδού, όπου και το πλείστον της εκτάσεως της Γκαντάρα. Ωστόσο, η έντονη παρουσία του Ελληνικού Πολιτισμού δεν έπαυσε, παρά μόνον πολύ αργότερα με την προς ανατολάς εξάπλωση της ισλαμικής θρησκείας. Αξιολογότερα κέντρα της τέχνης της Γκαντάρα υπήρξαν η Χατζάρα, το Ραβαλπίντι, η Πουρουσαπούρα (Πεσσαβάρ) και η Ταξίλα. Στις δύο τελευταίες φιλοτεχνήθηκαν και τα πλέον άξια προσοχής «ελληνο-βουδδιστικά» γλυπτά σε γκρίζο σχιστόλιθο. Ο ενισχυμένος από τα Ελληνικά στοιχεία «γκανταρινός» ρυθμός παρουσιάζει τις μορφές του Βούδδα να φορούν μανδύες και χιτώνες που φθάνουν έως κάτω από το γόνατο. Η εικόνα των ενδυμάτων δεν διαφέρει σε τίποτα από αυτήν των αντιστοίχων Ελληνικών. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο συγγραφέας Μάϊκλ Ρίντλεϋ στο έργο του «The Art of Buddhism» - (Dorset, 1978),: «το κεφάλι του Βούδδα, (ενν. της «γκανταρινής Σχολής») θυμίζει την Ελληνική απόδοση της κεφαλής του Απόλλωνα». Σημειώτεον, ότι είναι αμφίβολο, εάν και κατά πόσον ο βρετανός συγγραφέας γνώριζε την ύπαρξη της συλλογής Χατζηβασιλείου, όταν συνέτασσε το έργο του.
    Εξετάζοντας περαιτέρω την πρωτόγλυπτη απεικόνιση του Βούδδα, παρατηρούμε ότι και ο ηλιακός δίσκος όπισθέν του, αλλά και ο κρωβύλος (κότσος) στο άνω μέρος της κεφαλής του (βλ. φωτογραφίες) αποτελούν σαφείς Ελληνικές επιδράσεις, που δεν σταματούν εκεί, καθώς πληθώρα άλλων στοιχείων της αρχαίας μας παραδόσεως, εισφρύει δυναμικά στο βουδδιστικό γίγνεσθαι. Παραστάσεις προερχόμενες από τη Διονυσιακή θεματογραφία, μορφές Ατλάντων και Ερώτων (βλ. φωτογραφίες) αλλά και αρχαίες θεότητες, όπως η Τύχη, με τη μορφή της θεάς «Χαρίτι» (της αρχαίας Ελληνικής Χάριτος!), προστάτιδος της παραγωγής και του πλούτου, αλλά και αρχιτεκτονικά στοιχεία, συνθέτουν ένα πολύπλευρο σκηνικό θρησκευτικής τέχνης, που όχι μόνο διακρατήθηκε στην περιοχή που το έπλασε, αλλά επεκτάθηκε εκείθεν στο Βελουχιστάν, στην Κεντρική Ασία, στην Κίνα, ακόμη και στην Ιαπωνία και την Κορέα. Μετά τον 6ο μ. Χ. αιώνα με την βαθμιαία επικράτηση του ρυθμού «Γκούπτα», της πλέον μυστικιστικής τάσεως στη βουδδιστική τέχνη, που ξεκίνησε στην περιοχή της Μαθούρα, στην ινδική ενδοχώρα, ο «γκανταρινός» ρυθμός άρχισε να φθίνει. Πάντως δεν ξεχάστηκε, αφού τα τεχνήματα του υπάρχουν έως σήμερα.

                                                                                                                                                Μ. Κ. Μ.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Οι βυθισμένες πόλεις της Ελλάδας

  

Η αντίληψη που επικρατεί στο ευρύ κοινό σχετικά με την υποβρύχια αρχαιολογία είναι σε μεγάλο βαθμό εσφαλμένη, καθώς το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται κυρίως στην ανακάλυψη και μελέτη των πλοίων και των περιεχομένων τους. Ωστόσο το ενδιαφέρον της εναλίας αρχαιολογίας δεν περιορίζεται μόνο στα ναυάγια, αλλά επεκτείνεται και στην έρευνα αγνώστων πολλές φορές οικισμών και βυθισμένων λιμανιών. Τα βυθισμένα οικιστικά συγκροτήματα του ελλαδικού χώρου δεν περιβάλλονται βεβαίως από το μυστήριο που γοητεύει πολλούς, όπως η υπόθεση της χαμένης Ατλαντίδος, αλλά συμπληρώνουν καίρια τον  αρχαιολογικό ιστό της χώρας και παρέχουν πολύτιμα  πληροφοριακά στοιχεία για την ιστορία, το εμπόριο, τις πληθυσμιακές μετακινήσεις, τη γεωλογία και το κλίμα του Αιγαιακού περιβάλλοντος στο οποίο κυρίως έχουν εντοπιστεί.

   Οι ήδη γνωστές υποβρύχιες αρχαιολογικές θέσεις κατά μήκος των ακτογραμμών της Ελλαδικής επικρατείας καλύπτουν το χρονολογικό πεδίο από την προϊστορική εποχή μέχρι και την πρώιμη βυζαντινή. Συνοπτικά είναι οι παρακάτω:                                     
   Σαλάντι Αργολίδος. Ο προϊστορικός οικισμός βρίσκεται στο μέσον του όρμου των Διδύμων, λίγο βορειότερα του γνωστού σπηλαίου Φράγχθι. Εκτείνεται με κατεύθυνση βορειοδυτικά - νοτιοανατολικά σε μία ζώνη μήκους 400 και πλάτους 30 μ. περίπου κατά μήκος της παραλίας και μέχρι την ισοβαθή των 4 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Λόγω των αλουβιακών αποθέσεων στο μυχό του όρμου και της ανόδου του επιπέδου της στάθμης του ύδατος η συνολική έκταση του οικισμού δεν είναι δυνατόν προς το παρόν να προσδιοριστεί. Η επιφανειακή έρευνα, που έγινε το 1998 από τους αρχαιολόγους της Εφορίας Εναλίων Αρχαιοτήτων Δ. Χανιώτη και Α. Τεγονίδου και Χ. Αγουρίδη το 2000, έδειξε ότι ο οικισμός θα πρέπει να καταλάμβανε μια έκταση 20 στρεμμάτων περίπου και να βρισκόταν κατά την πρώιμη Εποχή του Χαλκού σε χαμηλή κοιλάδα και σε αρκετή απόσταση από τη θάλασσα, κρίνοντας από την ελαφρά κλίση του βυθού. Οι τοίχοι θεμελιώσεως των κτηρίων του οικισμού που είναι ορατοί σήμερα στην επιφάνεια του βυθού είναι κατασκευασμένοι από αργούς λίθους και είναι κυρίως δύο τύπων: διπλοί, πάχους 50 – 60 εκατοστών με ενδιάμεσο γέμισμα και μονοί πάχους 30 εκ. Στον δεύτερο τύπο ανήκει και ημικυκλικό κτίσμα διαμέτρου 4 μ. Αμφότεροι οι παραπάνω τύποι συναντώνται συχνά σε οικισμούς της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος κατά την πρώιμη Χαλκοκρατία.
Από την κεραμική που ανευρέθη, όπου κυριαρχούν οι ραμφόστομες φιάλες, τα χονδροειδή αγγεία οικιακής χρήσεως, τα ανοικτά αγγεία με ανάγλυφες ταινίες στο άνω μέρος τους καθώς και μυλόλιθοι και τρυπητήρια από ηφαιστειακό υλικό του Σαρωνικού, ο οικισμός χρονολογείται στην πρώιμη Εποχή του Χαλκού και μάλιστα στην δεύτερη και πιο ώριμη φάση της.
   Πλατυγιάλι Αστακού. Ο χώρος αυτός σε οδική απόσταση 12 χλμ. νότια του Αστακού Αιτωλοακαρνανίας εντοπίζεται μεταξύ των ακρωτηρίων Κάρλο Γλώσσα και Στενή Γωνιά. Το πλάτος του όρμου είναι 1 χλμ., ενώ η θάλασσα εισδύει σ’ αυτόν περίπου 2 χλμ. Η είσοδός του προστατεύεται από τις νησίδες του συμπλέγματος των Εχινάδων. Τόσο μέσα στην θάλασσα, όσο και στην παραλία υπάρχουν πηγές γλυκού νερού. Η υποθαλάσσια έρευνα στην περιοχή είχε ξεκινήσει με αφορμή τον προγραμματισμό κατασκευής στον ομώνυμο όρμο διαλυτηρίου πλοίων από την ΕΤΒΑ και διήρκεσε από τον Ιούλιο έως το Δεκέμβριο του 1986. Αξιοπρόσεκτο εύρημα είναι ο ταφικός εγχυτρισμός ενός βρέφους. Ο προϊστορικός οικισμός βρισκόταν στο μυχό του κόλπου σε σημείο που και προ της βυθίσεώς του πρέπει να ήταν χαμηλή κοιλάδα. Οι λόγοι της καταβύθισης παραμένουν ουσιαστικά άγνωστοι, αφού η εξακρίβωσή τους προϋποθέτει γεωλογική μελέτη. Τοίχοι κτισμάτων διακρίνονταν σε μια ζώνη 400 μ. παράλληλα προς την ακτογραμμή και σε απόσταση 130 μ. απ’ αυτήν, τουλάχιστον ως την ισοβαθή των 5 μ. Μερικοί απ’ αυτούς συνεχίζονταν και στην παραλία σε αρκετό βάθος κάτω από το έδαφος. Το τμήμα του οικισμού που καλύπτεται από τη θάλασσα έχει έκταση περίπου 50 στρεμμάτων και καταποντίστηκε πριν από 4.500 χρόνια. Η οριστικά του εξαφάνιση ωστόσο επήλθε με την εγκατάσταση του διαλυτηρίου πλοίων, που συντελέστηκε εξ αιτίας της παχυδερμικής νοοτροπίας που, ως γνωστόν, βασιλεύει στο θλιβερό κράτος μας, αλλά και με τις «ευλογίες» της θανούσης υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη.
Πουνταζέζα Λαυρίου. Πρόκειται για παραθαλάσσιο οικισμό του αρχαίου δήμου Σουνίου της Λαυρεωτικής και ταυτίζεται με τον Πορθμό των Σαλαμινίων που αναφέρεται σε επιγραφές του 363 π.Χ. από την αρχαία Αγορά Αθηνών. Ο οικισμός φαίνεται να εκτεινόταν στην ευρύτερη περιοχή του λόφου της Πουνταζέζας καταλήγοντας ομαλά προς τη θάλασσα. Στον πορθμό οι εύποροι δημότες, που ανήκαν στο γένος των Σαλαμινίων φαίνεται να είχαν στην κατοχή τους καλλιεργήσιμη γη, αλώνι, πηγάδι, δύο οικίες, τέμενος άγνωστης θεότητας καθώς και τέμενος του Ηρακλέους. Οι πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι στην περιοχή υπήρξε έντονη γεωργοκτηνοτροφική, αλλά και μεταλλευτική δραστηριότητα. Σήμερα ένα μέρος του παραθαλασσίου τμήματος του οικισμού είναι καταποντισμένο λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Τα κυριότερα λείψανα εντοπίζονται στη βορειοανατολική πλευρά και καταλαμβάνουν μια έκταση 110 X 35 μ. Εκεί παρατηρούνται τοίχοι κτισμάτων από πωρόλιθο εγκάρσιοι, αλλά και παράλληλοι προς την ακτογραμμή. Το ύψος τους είναι περίπου 40 εκ. Επίσης σε απόσταση 25 μ. από την ακτή σε βάθος 1,85 μ. εντοπίζονται απομεινάρια τετραγώνου λίθινου οικοδομήματος (προφανώς δημοσίου κτηρίου) διαστάσεων 9,65 X 9,65 μ. Η ακμή του οικισμού ανάγεται στους κλασσικούς χρόνους.
   Λιμάνι Αβδήρων. Μέσα στο σύγχρονο λιμενίσκο της κοινότητας των Αβδήρων πραγματοποιήθηκε το 1992 η υποβρύχια έρευνα του αρχαίου λιμενοβραχίονα, που αν και αρκετά φθαρμένος σώζει σε μεγάλο βαθμό το αρχικό σχήμα και μέγεθός του. Έχει μήκος περίπου 170 μ. και κατεύθυνση από ανατολάς προς δυσμάς. Κατά την πρώτη ανασκαφική περίοδο διαπιστώθηκε κατ’ αρχήν η ύπαρξη δύο τουλάχιστον οικοδομικών φάσεων. Στην πρώτη φαίνεται να ανήκη ένας λιμενοβραχίονας πλάτους 8 μέτρων δομημένος με λιθοπλίνθους από γρανίτη και ελαφρά κλίση προς τον βορρά. Εξωτερικά του σημείου που γωνιάζει εντοπίστηκαν δύο ημικυκλικοί πύργοι διαμέτρου 10 και 13 μ. Στην νεότερη φάση του λιμανιού ανήκει η προς την λιμενολεκάνη επέκτασή του πλάτους 3 – 3,5 μ. που εφάπτεται στην εσωτερική πορεία της αρχαιότερης φάσης και είναι κατασκευασμένη επίσης από μεγάλους γρανιτένιους λιθοπλίνθους.
   Μεθώνη (οικισμός Μέσης Εποχής του Χαλκού). Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’80 στον κόλπο της Μεθώνης, σε απόσταση 300 μ. από το δημοτικό κάμπινγκ και σε βάθος 3,5 έως 5,5 μ. εντοπίστηκαν εκτεταμένα οικοδομικά λείψανα και συστάδες. Η έκταση του οικισμού είναι περίπου 100 στρέμματα. Οι τοίχοι σώζονται, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε ύψος τεσσάρων δόμων αποτελούνται δε κατά κανόνα από πλακόσχημες πέτρες. Η τοιχοδομία αυτή συγκροτείται κυρίως από διπλές σειρές λίθων. Σε λίγες περιπτώσεις εμφανίζεται μόνο μία σειρά αποτελούμενη από ακατέργαστους ογκόλιθους. Σημαντικό στοιχείο για την προϊστορική χρονολόγηση του ευρήματος υπήρξε τοίχος σε διάταξη «ιχθυόκανθους» που πορεύεται δυτικά από μεγάλο κυκλικό οικοδόμημα. Η γενική εικόνα των λειψάνων συνηγορεί υπέρ της πιθανότητας καταβυθίσεως λόγω σεισμού. Από το 1990 διεξάγεται συστηματική έρευνα στον εν λόγω χώρο, όπου αξίζει να σημειωθεί ότι έχει βρεθεί μια λίθινη προϊστορική άγκυρα ενσωματωμένη σε τοίχο, καθώς και υπολείμματα ταφικού εγχυτρισμού δύο νηπίων. Οι υπάρχουσες ιστορικές πληροφορίες για την περιοχή είναι αξιολογότατες. Κατά την εποχή των Τρωικών ονομαζόταν Πήδασος. Ο Στράβων την αναφέρει ως «Πήδασον αμπελόεσσαν». Τα δύο σπουδαιότερα ιερά της πόλης ήταν ο μεν ναός της Ανεμώτιδος Αθηνάς, όπου υπήρχε και ανδριάντας του Διομήδους και ο δε ναός της Αρτέμιδος, όπου και το υπό του Αναχάρσιδος αναφερόμενο φρέαρ από το οποίο αντλούσαν νερό αναμεμιγμένο με πίσσα. Ίσως να πρόκειται για την πρώτη ένδειξη κοιτάσματος πετρελαίου στον ελλαδικό χώρο.
   Πλύτρα Λακωνίας. Βρίσκεται στη δυτική πλευρά της χερσονήσου Επιδαύρου Λιμηράς μεταξύ των όρμων Σκοτεινός και Άρασμα στο Λακωνικό Κόλπο και ταυτίζεται με την αρχαία πολίχνη των Ελευθερολακώνων Ασωπού. Η περιοχή που κατά την αρχαιότητα πρέπει να βρισκόταν περίπου 3 μέτρα ψηλότερα από τη σημερινή στάθμη της θάλασσας είναι διάσπαρτη με αρχαία κτήρια. Είναι τυπικό παράδειγμα αρχαιολογικού χώρου που έχει διαταραχθεί λόγω τεκτονικών φαινομένων και που σήμερα βρίσκεται βυθισμένος μέχρι και το βάθος των 7 μέτρων Κατά μήκος του πρανούς της ανατολικής ακτής είναι ορατά τα σημεία όπου έχει αποκοπεί από τη στεριά. Έχουν βρεθεί ανθρώπινα οστά αναμεμιγμένα με κεραμικά που ενδεικνύουν το απότομον της καταστροφής που είχε επέλθη. Η συνεχής διάβρωση της παράκτιας περιοχής αποκαλύπτει οικοδομήματα με εντυπωσιακά ψηφιδωτά δάπεδα καθώς και αρχαίους τοίχους που συνεχίζουν κάτω από τη θάλασσα. Τα πλείστα των οικοδομικών λειψάνων που υφίστανται στον πυθμένα του κόλπου χρονολογούνται από την ελληνιστική έως την παλαιοχριστιανική περίοδο. Απ’ αυτά ξεχωρίζουν ένα πηγάδι δομημένο με λίθους και υδραυλικό κονίαμα, ο αρχαίος λιμενοβραχίονας και ο έπ’ αυτού οχυρωματικός πύργος ή φάρος. Τα βυθισμένα κτήρια είναι κατασκευασμένα από ορθογώνιους λιθοπλίνθους που προέρχονται από τα παρακείμενα επίσης βυθισμένα λατομία της αρχαιότητας.
   Φαλάσαρνα. Βρίσκεται στον αυχένα της χερσονήσου της Γραμβούσας στην Δυτ. Κρήτη. Λόγω θέσεως υπήρξε το πλέον στρατηγικό σημείο ελέγχου των θαλασσίων οδών μεταξύ του Αιγαίου πελάγους και της Ιταλίας. Ο αρχαίος λιμένας της πόλης βρίσκεται σε απόσταση 100 μ. από την παραλία θαμμένος κάτω από τόνους προσχώσεων και θαλασσίων αποθέσεων. Αυτό οφείλεται στο γεωλογικό φαινόμενο της προς βορράν κινήσεως της λιθοσφαιρικής πλάκας της Αφρικής και της συνακόλουθης συγκρούσεως της με αυτήν του Αιγαίου. Στοιχεία από τον χώρο της Φαλάσαρνας που χρονολογήθηκαν με «Άνθρακα 14» απέδειξαν ότι το δυτικό τμήμα της Κρήτης πρέπει να «υψώθηκε» περί το 365 π.Χ. μέσα σε διάστημα λίγων ημερών.
   Ελίκη Αχαΐας. Βρισκόταν μεταξύ των ποταμών Σελινούντα και Κερυνίτη. Ο Παυσανίας στα «Αχαϊκά» του (VII, 24,5 & 25,5) αφιερώνει μεγάλο μέρος της διηγήσεώς του σ’ αυτήν. Η συγκεκριμένη πόλη, κέντρο λατρείας του Ελικωνίου Ποσειδώνος, μπορεί χωρίς υπερβολή να χαρακτηριστεί ως καταποντισμένο μυστήριο. Από τα υφιστάμενα ιστορικά στοιχεία γνωρίζουμε ότι συνεπεία σεισμικής έξαρσης κατά το χειμώνα του 373 π.Χ. καταβυθίστηκε στο σύνολό της, ενώ οι κάτοικοί της μετανάστευσαν στην κυρίως Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Ουδέν άλλο είναι επισήμως γνωστό γι’ αυτήν σήμερα, πέρα από τις σποραδικές και ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες αλιέων του Κορινθιακού Κόλπου που κάνουν λόγο ύπαρξη υποβρυχίων ερειπίων. Πριν από λίγα χρόνια συντελέστηκε η πρώτη υποθαλάσσια μαγνητοσκόπηση της περιοχής από ιδιωτικό συνεργείο δυτών.
   Άντισσα. Εντοπίζεται στη βορειοδυτική Λέσβο και σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες καταβυθίστηκε το 358 π.Χ.
   Πύρρα. Βρίσκεται επίσης στη Λέσβο στον κόλπο της Καλλονής. Πρόκειται για αρχαιότατη πόλη της οποίας τα βυθισμένα απομεινάρια είναι δυνατό να γίνουν διακριτά σε βάθος λιγότερο των 8 μ., όποτε οι καιρικές συνθήκες το επιτρέπουν.
   Ανθηδών. Στο παραλιακό τμήμα της κωμόπολης αυτής της κεντρικής Ευβοίας (άλλοτε ανήκε στη Βοιωτία) σώζονται ακόμη θεμέλια δημοσίων οικοδομημάτων, αρχαίος μώλος, λιμενοβραχίονες και κρηπιδώματα κατασκευασμένα από μεγάλους ορθογώνιους λίθους. Χρονολογούνται από την Αρχαϊκή έως την Ελληνιστική περίοδο.
   Παυλοπέτρι Λακωνίας. Βρίσκεται κοντά στην Ελαφόνησο. Στον υποθαλάσσιο χώρο του έχει ανακαλυφθεί ευρέως εμβαδού οικισμός της Πρωτοελλαδικής περιόδου, του οποίου η εξέλιξη χρονολογείται μέχρι την Υστεροελλαδική.
   Λεύκτρα Μεσσηνίας. Από σποραδικές μαρτυρίες εικάζεται ο εντοπισμός του πανάρχαιου αυτού οικισμού στην ακτογραμμή της δυτικής Μάνης, ανάμεσα στα χωριά Στούπα και Άγιος Νικόλαος. Τα αρχαιολογικά στοιχεία είναι ελάχιστα, ενώ είναι πιθανόν ως ακρόπολη του εν λόγω οικισμού να χρησίμευε το λεγόμενο Κάστρο Beaufort της Στούπας, ίχνη του οποίου υπάρχουν ακόμη επάνω στον ομώνυμο τραπεζοειδή λόφο.
   Προβαίνοντας σε μια απλή κατηγοριοποίηση των υπολοίπων βυθισμένων οικιστικών εγκαταστάσεων του ελλαδικού χώρου με κριτήριο την αρχαιότητά τους θα μπορούσαμε συμβατικά να τους κατατάξουμε ως εξής:
   Πρωτοελλαδικοί: Μανίκια Ευβοίας (οικισμός και νεκροταφείο)
   Κλασσικοί:  Τορώνη Καβάλας, Ερέτρια Ευβοίας, Κεγχρεαί Κορίνθου, Γύθειο Λακωνίας και Φεία Ηλείας.
   Ελληνιστικοί: Κίρρα Φωκίδος, Δόμβραινα Βοιωτίας, Διβάρι Γιάλοβας Μεσσηνίας, Παλαιά Επίδαυρος Αργολίδος, Ελούντα Κρήτης, Ψείρα Κρήτης, Χερσόνησος Κρήτης, Ίττανος Κρήτης.
   Ρωμαϊκοί: Ληχαδονήσια Ευβοίας, Μύτικας Αιτωλοακαρνανίας, Παλαιά Μονεμβασιά, Παλαίκαστρο Κρήτης, Λέντος (αρχ. Λεβήν).
   Βυζαντινοί: Παροικία Πάρου, Δρέπανο Αργολίδος.
   Εύλογα παρατηρούμε ότι η ύπαρξη βυθισμένων οικισμών που χρονολογούνται μέχρι και τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες – ενώ, έκτοτε λόγω της εμφανίσεως της πειρατείας ατονεί η συγκρότηση παρακτίων πόλεων – είναι δηλωτική της συνεχούς παρουσίας ενός συνδυασμού γεωλογικών φαινομένων που εξακολουθεί να βρίσκεται σε αδιάκοπη εξέλιξη επί σειρά χιλιετιών. Η καταβύθιση της Αιγηίδος προ 10 - 12.000 ετών οφείλεται στην εκδήλωση των ιδίων ακριβώς φαινομένων (άνοδο στάθμης υδάτων, σεισμοί, ηφαιστειακές εκρήξεις) με τη μόνη διαφορά ότι τότε η ένταση και η χρονική διάρκεια τους ήταν σαφώς πολλαπλάσιες σε σύγκριση με τις μεταγενέστερες ιστορικές περιόδους.
   Αναφορικά με το ερευνητικό μέρος, τα κριτήρια της επιλογής ενός υποθαλασσίου χώρου για μελέτη δεν είναι σταθερά, ενώ το λιγοστό προσωπικό της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων (μόλις τριάντα πρόσωπα, δέκα από τα οποία είναι αρχαιολόγοι) σαφώς δεν επαρκούν για να καλύψουν μια επικράτεια με συνολικό μήκος ακτών μεγαλύτερο από ολόκληρης της Αφρικής και θαλάσσιο χώρο σχεδόν διπλάσιο από την ξηρά της. Ευχής έργον θα ήταν η πλήρωση περισσοτέρων θέσεων με ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό στον τομέα της εναλίου αρχαιολογίας, καθώς και η μελλοντική εντατικοποίηση των ερευνών με τη χρήση βαθυσκαφών, αφού είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι τα μεγαλύτερα αρχαιολογικά μυστικά βρίσκονται ακόμη κρυμμένα στα μεγαλύτερα βάθη κάτω από το γαλανό πέπλο των ελληνικών πελάγων.


                                                                                                                                   
                                                                                Μ. K. Μ.

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Η γένεση και εξέλιξη της Ελληνικής Μυθολογικής Παραδόσεως

   


     Από τη στιγμή που ο πρώτος έμφρων άνθρωπος κατοίκησε στον ελλαδικό χώρο πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, καταλείποντάς μας τα λιγοστά έως σήμερα σωζόμενα ίχνη του, μέχρι την εποχή που έφθασε στην πρώτη αυγή του συγκροτημένου πολιτισμού, όπως παραδίδουν τα υπάρχοντα μνημεία, μεσολαβεί ένα χαώδες χρονικό διάστημα, το οποίο η ιστορική έρευνα σε πολύ μικρό βαθμό δύναται να φωτίσει. Εντούτοις, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο, ότι μεταξύ των ποικίλων ζυμώσεων που συντελέστηκαν στο διάστημα αυτό σε σχέση με τα ήθη και τον τρόπο ζωής, εξέχουσα θέση έχει η διαμόρφωση και η κατά περιόδους μετεξέλιξη του θρησκευτικού αισθητηρίου, που δεν λείπει άλλωστε από κανέναν πρωτόγονο ή προοδευμένο λαό του πλανήτη.   
     Ειδικότερα η αρχαία Ελληνική θρησκεία και δη το ζήτημα των απαρχών της, είναι ένα κεφάλαιο που έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον πληθώρας επιστημόνων ανά τον κόσμο και έχει δώσει την αφορμή για τη διατύπωση πολλών απόψεων αναφορικά με την προέλευση και την υφή της.
    Θα μπορούσαμε να κατηγοριοποιήσουμε τρόπον τινά τις απόψεις αυτές ως εξής: α) σε όσες θεωρούν ότι οι «θεοί» ήταν υπαρκτά πρόσωπα και είχαν συγκροτήσει κατά την εποχή που ζούσαν μια ιδιαίτερη κάστα που έμεινε, λόγω της λαμπρής πολιτείας της, αλησμόνητη στους επιγινόμενους και β) σε αυτές που συγκλίνουν στην πεποίθηση ότι οι θεότητες των αρχαίων προγόνων μας ήταν προϊόντα ανθρωπομορφικής κατασκευής και προσεγγίσεως των φυσικών στοιχείων που βαθμιαία επεκτάθηκε και σε θεοποίηση των υψηλών πολιτισμικών εννοιών και αρετών που συντελούν στη συνοχή και διατήρηση της ανθρώπινης κοινωνίας. Απτό παράδειγμα ο Υέτιος Ζευς ως θεός της βροχής, αλλά και ως Ξένιος προστάτης του εθίμου της φιλοξενίας.
    Ας εξετάσουμε τις θέσεις αυτές χωριστά.
    Για την πρώτη αντίληψη δεν θα μπορούσαμε καλύτερους ιστορικούς οδηγούς από τη Θεογονία (της οποίας μεταγραφέας και όχι πρωτογενής συγγραφέας ήταν ο Ησίοδος), τα Ορφικά, τα Αργοναυτικά και τα Ομηρικά Έπη, τα αρχαιότερα δηλαδή σωζόμενα κείμενα της Ελληνικής Γραμματείας. Σήμερα είμαστε ευτυχώς σε θέση να συνδυάσουμε τις παρεχόμενες απ’ αυτά πληροφορίες με τα συμπεράσματα νεωτέρων επιστημονικών ερευνών, στο χώρο της Μυθολογίας. Ακριβολογίας ένεκεν πρέπει να τονισθεί ότι η λέξη «μυθολογία» (= λόγος περί μύθου) δεν σημαίνει αφήγηση πλασματικών ιστοριών, όπως τουλάχιστον τη μεταχειριζόμαστε σήμερα. Η λέξη «μύθος» αποτελούμενη από το θέμα «μύ-» (= λόγος) και το ρήμα «θέω» (= τρέχω, δράμω) σημαίνει κατ’ επέκταση τη σύντομή και κωδικοποιημένη αναφορά. Συνεπώς ο μύθος είναι αφήγηση πραγματικών γεγονότων επενδεδυμένων με διάφορες επιφάσεις. Έχοντας αυτά κατά νου δυνάμεθα να εμβαθύνουμε στις πηγές που κάνουν λόγο για Έλλοπες, Κύκλωπες, Μέροπες, Ουρανιώνες, Τιτάνες και Θεούς, ονόματα που αντιπροσωπεύουν κατηγορίες ανθρώπων που υπήρξαν ως ιστορική συνέχεια μέσα στα βάθη των χιλιετιών που πέρασαν. Μήκη και όγκοι αιώνων χωρίζουν ασφαλώς την μία κατηγορία από την άλλη. Ο «Έλλοψ» υπήρξε ο αρχικός κάτοικος του μητροπολιτικού ελλαδικού χώρου, ο οποίος άρχισε να συγκροτεί την πρώτη υποτυπώδη κοινωνική συλλογικότητα και να ζει αφουγκραζόμενος τα συμβαίνοντα στο παρθένο από κάθε μορφή πολιτισμού περιβάλλον του. Ο «Κύκλωψ», που σε αντίθεση με τον θηρευτή Έλλοπα, είχε αναπτύξει την κτηνοτροφία και είχε διαμορφώσει έτι περαιτέρω την κοινωνική του συνείδηση, απέχει επίσης πολλές χιλιάδες χρόνια από τον μεταγενέστερό του «Μέροπα», τον έλλογο και έμφρωνα προπομπό των «Ουρανιώνων», που έφεραν τον πολιτισμό στο ζενίθ της ακμής του. Οι Ουρανιώνες ονομάζονταν έτσι επειδή κατοικοέδρευαν σε γεωγραφικά σημεία  υπεράνω των πεδινών και δη στα όρη (ούρια). Η θέση τους αυτή ήταν προϊόν της βαθμιαίας κοινωνικής τους ανόδου που τους είχε καταστήσει ένα είδος άρχουσας τάξης των θνητών. Η εποχή τους χαρακτηρίζεται από την συγκρότηση του πρώτου γνωστού πολιτεύματος. Ο Ουρανός και η Γαία  βασιλεύουν σε ένα απέραντο παγκόσμιο κράτος. Το σκοτάδι όμως της εκτροπής επέρχεται κάποια στιγμή. Ο υιός του Ουρανού, Κρόνος, βίαιος και αλαζόνας, τυφλωμένος από την εξουσιομανία του ανατρέπει τον πατέρα του και καταδιώκει όλους όσους η αρετή τους εμπόδιζε να συγκατατεθούν στις ραδιουργίες του. Οι Τυραννικοί Τιτάνες παίρνουν πραξικοπηματικά την εξουσία στον κόσμο και αλλοτριώνουν το ανθρώπινο γένος της εποχής τους. Η τιμωρία τους όμως έρχεται από τον Ζήνα – Δία και τις δυνάμεις του δικαίου και της φρόνησης, που ενσαρκώνει τόσο ο ίδιος όσο και οι σύμμαχοί του. Ο πόλεμος που ξεσπά  είναι σφοδρότατος, όπως τον παραδίδει η Θεογονία. Οι κρόνειες δυνάμεις ηττώνται και η ανθρωπότητα εισέρχεται στη χρυσή Εποχή των «Θεών», οπότε η διασαλευθείσα αρμονία αποκαθίσταται ενώ παράλληλα η πολιτισμική ανάπτυξη εξασφαλίζει ένα άριστο βιοτικό επίπεδο στους ανθρώπους της εποχής. Είναι άγνωστο πόσο ακριβώς διαρκεί η εποχή των «Θεών». Είναι όμως γνωστό το αίτιο του τέλους της: ένας φοβερός κατακλυσμός (που, ειρήσθω εν παρόδω, υπάρχει στις παραδόσεις όλων των λαών του κόσμου). Έκτοτε όλα σχεδόν τα πολιτισμικά επιτεύγματα του προηγούμενου καιρού λησμονούνται και τα ανθρώπινο γένος παίρνει απ’ την αρχή τον δύσκολο δρόμο για την ανασυγκρότηση της κοινωνίας. Οι επιζώντες όμως από τον Κατακλυσμό δεν ξεχνούν. Προϊόντος του χρόνου η νοσταλγική ανάμνηση που είχε μείνει μέσα στο μυαλό τους, έλαβε γιγαντιαίες διαστάσεις στην ψυχή τους, έτσι ώστε να καταστεί σημείο αναφοράς της σκέψης, του ήθους και της ζωής τους. Οι πρόγονοι – άνακτες της χρυσής εκείνης εποχής και εκπολιτιστές της οικουμένης, όπως διεξοδικά αναφέρουν τα κείμενα του Απολλοδώρου, του Διοδώρου του Σικελιώτη, του Ευημέρου του Μεσσηνίου κ.α., έχουν πλέον γίνει τα αιώνια αρχέτυπα για τους Έλληνες (και όχι μόνον) και παίρνουν τη θέση που τους δίνει ο θρύλος στον Όλυμπο, στα πελάγη, στα όρη, στις λίμνες, στα ποτάμια και στα δάση του ελλαδικού χώρου. «Υπάρξαντες μεν θνητοί, δια δε την σύνεσιν και την κοινήν ευεργεσίαν έτυχον αθανάτου μνήμης», όπως αποφαίνεται ο Ευήμερος. Ο Έλληνας άνθρωπος τους αισθάνεται πάντα κοντά του, τους θαυμάζει, τους τιμά, τους σέβεται και τους απεικονίζει εικαστικά, για να μην απολεσθεί η ανάμνηση της αλλοτινής ανθρωπινής τους υπόστασης. Έτσι δημιουργείται βαθμιαία μια ιδιότυπη ανθρωποκεντρική μορφή θρησκείας  με σαφή δομή και απτό αντικείμενο.


     Ερχόμενοι τώρα να εξετάσουμε την δεύτερη αντίληψη περί της φύσεως των αρχαίων θεών από τη σκοπιά της θεώρησης τους ως προσωποποιήσεων των φυσικών φαινομένων (θεοποίηση της Φύσεως ) αξίζει εν προκειμένων να αναφέρουμε την άποψη του Βιλαμόβιτς ότι «οι αρχαίοι Έλληνες υπήρξαν ο ευσεβέστερος λαός του κόσμου». Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο διάσημος θρησκειολόγος Θ. Ζιελίνσκι σε σχετικό άρθρο του που δημοσιεύεται στον Ζ΄ τόμο  της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο αρχαίος Έλλην είχε σαφή έννοια της ζωής της περιβάλλουσας αυτόν φύσεως. Χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ «ζώσας» και «νεκρής» φύσεως αισθανόταν τον εαυτό του περιστοιχιζόμενο από πλήθους φυσικών  θεοτήτων. Κάθε πηγή είναι γι αυτόν μια νύμφη, μια Ναϊάς. Ο λαός ευγνωμονών για τις συμβουλές που ψιθυρίζει αυτή στους θλιμμένους, την τιμά με θυσία αμνού και την καλύπτει με στεφάνους κατά την ημέρα της εορτής. Πόλις κτισμένη πλησίον πηγής υπερηφανεύεται γι αυτό. Ο ποταμός παρέχει ζωηρή εικόνα δύναμης και βίας και σε στιγμές πλημμυρών παρίσταται με μορφή ταύρου ή ημιταύρου. Όταν παρέλθει η οργή του (που συνήθως προκαλείται από κάποια ανόσια ανθρώπινη πράξη) αποβαίνει εκ νέου ευεργετική τροφός της χώρας, η οποία τον τιμά για τούτο, ανιδρύουσα ναούς και επικαλούμενη αυτόν στις προσευχές». Αυτά τα δύο παραδείγματα του Ζιελίνσκι είναι χαρακτηριστικά  για τις αντιλήψεις των προγόνων μας. Ορθοτομώντας δε ως προς την φιλοσοφία της θρησκείας ο Ζιελίνσκι κάνει λόγο για καθαγίαση των αρετών, αποκάλυψη του θείου στοιχείου μέσα από την Τέχνη και την Πνευματική Δημιουργία, ιεροποίηση του φυσικού και κοινωνικού γίγνεσθαι και σαφή διάκριση του αληθούς από το ψευδές στη ζωή. Όλα αυτά είναι ασφαλώς οι συνιστώσες της ουσίας της αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, την οποία έχουμε συνηθίσει να χαρακτηρίζουμε «ειδωλολατρεία». Συνελόντι ειπείν, για τους υποστηρικτές της αντίληψης περί προσωποποίησης των φαινομένων του κόσμου, κάθε θεότητα είναι και μια έκφανση, μια ζωντανή αναπαράσταση ενός στοιχείου από τα αναρίθμητα που μας περιβάλλουν και επηρρεάζουν τη ζωή μας από τη γέννηση έως τον θάνατο.
    Το καίριο ερώτημα πάντως εξακολουθεί να υφίσταται: Εφ’όσον και οι δύο αυτές διαφορετικές θεωρήσεις του Ελληνικού Πανθέου έχουν σοβαρές ενδείξεις επιστημονικής ευστάθειας, που βρίσκεται η αλήθεια; Οι αρχαίοι «θεοί» ήταν τελικά πρόσωπα ή πράγματα; Επιχειρώντας να δώσουμε μια όσο το δυνατόν πιο πλήρη απάντηση μπορούμε με κάθε επιφύλαξη να πούμε ότι η λύση του αινίγματος είναι πιθανόν να βρίσκεται και στις δυο διισταμένες απόψεις, εφ’ όσον τις φέρουμε σ’ έναν ισορροπημένο συγκερασμό. Με δεδομένα ότι: α) σε όλες τις «θεότητες» αποδίδονται αναμφισβήτητα ανθρώπινα χαρακτηριστικά που θα ήταν δύσκολο να προσαφθούν σε μη ψυχοσωματικές οντότητες, β) καμμία από τις «θεότητες» δεν εκφράζει ή ενσαρκώνει αρνητικά γνωρίσματα ή παθολογικές καταστάσεις του κοινωνικού ή ατομικού βίου (δεν υπάρχει λ.χ. προστάτης θεός του φόνου, του βιασμού, της υποκρισίας, κ.τ.τ.), γ) «θεός» - με τη σημερινή σημασία του όρου – είναι, κατά την Ελληνική φιλοσοφική κοσμοαντίληψη, ο κοσμογονικός Νόμος που συνέχει το Σύμπαν διατηρώντας την αρμονία εντός αυτού και δ) η ιεροποίηση του Κόσμου στην Ελληνική αρχαιότητα αποσκοπούσε στην αποσόβηση της «ύβρεως» και των νομοτελειακών καταστροφικών αποτελεσμάτων της, δικαιούμεθα να θεωρήσουμε ως αίτιο της γένεσης και διαιώνισης της ολύμπιας Ελληνικής θρησκείας την ευεργεσία της οποίας έτυχε η ανθρωπότητα σε κάποια αόριστη χρονικά στιγμή του απωτάτου παρελθόντος από κάποια πρόσωπα που λόγω της σύνεσης και του έργου τους όχι μόνο παρέμειναν αθάνατα με την πάροδο των χιλιετιών, αλλά ετύγχαναν συνεχούς τιμής που προϊόντος του χρόνου έφθασε καταχρηστικά στη βαθμίδα της προσωπο-λατρείας. Ίσως βέβαια η απάντηση αυτή να μην καλύπτει τα κενά που ο αδυσώπητος χρόνος προκάλεσε στην εικόνα του παρελθόντος μας. Ο διάλογος όμως, το κατ’ εξοχήν δημιούργημα του Ελληνικού Πολιτισμού, αφού συνεχιστεί μεταξύ των πραγματικά ενδιαφερομένων χωρίς περιορισμούς, θα αποκαλύψει σίγουρα, με τη βοήθεια της έρευνας, περισσότερα στοιχεία στο μέλλον.  

                                                                                                                                     Μ. Κ. Μ.    
      

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

H λεηλασία της Ελληνικής πολιτισμικής κληρονομιάς

    

  
   Η αρπαγή των μνημειακών θησαυρών του Ελληνισμού είναι ένα κεφάλαιο με μακρύ ιστορικό. Οι απαρχές τοποθετούνται χρονολογικά στην προχριστιανική εποχή και δη στην περίοδο των Μηδικών Πολέμων, οπόταν οι εξ ανατολών βάρβαροι εδήωσαν συστηματικά τις ελληνικές πόλεις κατά τις επιδρομές τους.
    Το ίδιο έπρατταν κια οι εκ νότου ορμώμενοι Καρχηδόνιοι στις Ελληνικές αποκίες της Κάτω Ιταλίας. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (ΙΓ’ 90) είναι πολύ παραστατικός περιγράφοντας την απογύμνωση του Ακράγαντος από τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς του: «Ο δε Αμίλκας τα ιερά και τας οικίας συλήσας και φιλοτίμως ερυνήσας, τοσαύτην ωφέλειαν συνήθροισε, όσην εικός εστίν εσχηκέναι πόλιν οικουμένην υπό ανδρών είκοσι μυριάδων, απόρθητον δε από της κτήσεως γεγενημένην και ταύτα των εν αυτή φιλοκαλησάντων εις παντοίων κατασκευασμάτων πολυτέλειαν. Και γαρ γραφαί παμπληθείς ηυρέθησαν εις άκρον εκπεπονημέναι και παντοίων αδριάντων φιλοτέχνως δεδημιουργημένων υπεράγων αριθμός. Τα μεν ουν πολυτελέστατα των έργων απέστειλεν εις Καρχηδόνα, εν οις και τον Φαλάριδος συνέβη κομισθήναι ταύρον, την δε άλλην ωφέλειαν ελαφυροπώλησεν».
    Η επόμενη περίοδος δεινών για την πολιτισμική μας κληρονομιά ξεκίνησε με τη ρωμαϊκή κατάκτηση του κυρίως ελλαδικού χώρου. Οι πληροφορίες που παραδίδουν ο Παυσανίας, ο Στράβων και ο Πολύβιος γιά τις εκτεταμένες επιχειρήσεις αρπαγής ελληνικών έργων τέχνης εντυπωσιάζουν, όσον αφορά στους αριθμούς και την αξία των μνημείων που μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Πεντακόσια αγάλματα από τους Δελφούς, τρεις χιλιάδες από τη Ρόδο και εκατοντάδες γλυπτά και έργα ζωγραφικής από την Κόρινθο έγιναν λεία των κατακτητών. Από την επικράτηση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας και την μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, ακολούθησαν πολλές βαρβαρικές επιδρομές που λαφυραγωγούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Δεν έλειψαν όμως και οι μιαρές πράξεις από ντόπιους. Κάποιοι υποκινούμενοι, όχι μόνο κατέστρεφαν κτήρια και ακρωτηρίαζαν αγάλματα, αλλά πωλούσαν «δι’ ολίγα τάλλαρα» τα τεμάχιά τους σε ξένους επισκέπτες. Κάποιες μάλιστα πηγές αναφέρουν ότι «είχαν ξεπεράσει και τους Οθωμανούς σε καταστροφικό μένος». Η άποψη αυτή βέβαια είναι εσφαλμένη, καθώς οι Τούρκοι δεν είναι δυνατόν να αποτελούν ιστορικά δεύτερο όρο συγκρίσεως, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις επαφής τους με αρχαιολογικά στοιχεία και υλικό, όχι μόβο δεν τα πείραζαν, αλλά τα περιφρουρούσαν. Ο αειμνηστός ιστορικός συγγραφέας Κυριάκος Σιμόπουλος στο τετράτομο έργο του «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα» (τομ. Α’, σελ. 126) μεταφέρει τη μαρτυρία του ισπανού ευγενούς Πέντρο Ταφούρ κατά το ταξείδι του στην Τροία το 1435: «Όλη η περιοχή είναι γεμάτη από αγροτικές κατοικίες. Οι Τούρκοι θεωρούν μνημεία τα αρχαία οικοδομήματα και δεν τα γκρεμίζουν. Συνηθίζουν μάλιστα να κτίζουν τα σπίτια τους πλάϊ στις αρχαιότητες». Ομοίως και ο γάλλος περιηγητής Βιλλαμόν γράφει ότι ενώ κατά την περίοδο του καλβινιστικού θρησκευτικού κινήματος στη Δύση, καταστρέφονταν τα έργα τέχνης, «οι Τούρκοι είχαν εκδηλώσει την αγανάκτησή τους» και προσθέτει: «δεν διστάζω να πω ότι οι Τούρκοι δεν έχουν την αγριότητα των αιρετικών Χριστιανών». Τα ίδια περίπου γράφει και ο Λαμπόρν: «Οι Τούρκοι ήσαν μετριοπαθείς κατακτητές και μετά την κατάληψη  των Αθηνών (1456) έδειξαν πως εκτιμούν την αξία των αρχαίων έργων τέχνης». Όσο γιά τους υπαινιγμούς που αφήνει στο έργο του «Athenes et les Grecs Modernes», (Paris, 1855), ο περιηγητής E. Beule περί ακρωτηριασμού αγαλμάτων από τους Οθωμανούς λόγω της δεδομένης θρησκευτικής τους αντιθέσεως στην ανθρωπομορφική τέχνη, ο Λαμπόρντ γράφει: «Λάθος! Απέδειξα ότι οι ακρωτηριασμοί που υπαινίσσεται ο Baule, έγιναν από φανατικούς των πρώτων χριστιανικών αιώνων». Την αντίθετη ακριβώς άποψη έχουν οι ευρωπαίοι ιστοριοδίφες γιά τους «πολιτισμένους» δυτικούς της προ της Τουρκοκρατίας περιόδου. Τόσο ο πάστορας Ludolph Suchen, όσο και ο G. Herzberg αναφέρουν παραστατικά τη σύλληση ελληνικών μνημείων. Ο μεν πρώτος γράφει χαρακτηριστικά, ότι «ολόκληρη η πολιτεία της Γένοβας είναι κτισμένη από τα μάρμαρα και τους κίονες που έχουν μεταφερθεί από την Αθήνα», ο δε δεύτερος, γιά την ίδια περίπτωση, ότι «οι Ιταλοί και πολύ περισσότερο οι Γενοβέζοι, μετέφεραν, όπως φαίνεται, όγκο οικοδομικών υλικών από τα ανεξάντλητα αρχαιολογικά μνημεία των Αθηνών, κυρίως ωραιότατους μαρμάρινους κίονες».
    Στο καίριο ερώτημα περί των γενεσιουργών αιτίων της αρχαιοκαπηλίας η απάντηση είναι μάλλον σύνθετη. Ο κύριος αντικειμενικός σκοπός των κατ’ επίφαση «φιλοτέχνων» επισκεπτών  της τουρκοκρατούμενης χώρας μας, ήταν φυσικά το κέρδος από την εκποίηση των θησαυρών που συνέλεγαν. Τη ζήτηση των αρχαίων ελληνικών μνημείων και έργων τέχνης φρόντιζαν να υποδαυλίζουν καλά οργανωμένα κυκλώματα που δρούσαν με τις κρατικές ευλογίες στην Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία. Οι «πελάτες» τους ήταν συνήθως ευγενείς, πολιτικοί, στρατιωτικοί και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι. Τα εκτελεστικά τους όργανα αποτελούνταν από διπλωματικούς απεσταλμένους στην Υψηλή Πύλη, πρεσβευτές και μεγαλεμπόρους, οι οποίοι ανέθεταν «ειδικές αποστολές» στα πληρώματα των πλοίων τους. Οι τελευταίοι φρόντιζαν να συνάπτουν και να διατηρούν καλές σχέσεις με Τούρκους τοπάρχες αλλά και ντόπιους παραδόπιστους ρωμιούς που διέθεταν αξιόπιστες πληροφορίες για την ύπαρξη λειψάνων της αρχαιότητας και που λειτουργούσαν ως μεσάζοντες - με το αζημίωτο φυσικά - γιά την ανασκαφή, εύρεση, φόρτωση και μεταφορά των πολυτίμων αντικειμένων στο εξωτερικό. Όσο για τον απλό κόσμο που τυχόν εμπλεκόταν σε οιοδήποτε στάδιο αυτής της διαδικασίας, η ψυχολογία του «ραγιά», και κυριώς η παντελής έλλειψη σχετικής παιδείας τον απέτρεπαν από κάθε ιδέα αντιστάσεως.
     Η «μόδα» της αρπαγής αρχαιοτήτων από τον ελλαδικό χώρο κορυφώθηκε από τις αρχές του 17ου αιώνα έως τις αρχές του 19ου. Η Αναγέννηση, που ως ρεύμα είχε παρέλθει προ πολλού φυσικά, αλλά και ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός που βρισκόταν σε εξέλιξη, υπήρξαν οι κύριες συνιστώσες της στροφής του ευρωπαϊκού κόσμου στα ιδεολογικά και πολιτιστικά πρότυπα της κλασσικής αρχαιότητας. Όπως είναι εύλογο, η «συλλεκτική» όρεξη είχε ανοίξει σε πολλά βορειοευρωπαϊκά σαλόνια με δεδομένο αφαλώς και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τους διακατείχε απέναντι στην πάλαι ποτέ λαμπρότητα του Ελληνικού Πολιτισμού. Ο πρώτος άγγλος που δημιούργησε συλλογή ελληνικών αρχαιοτήτων ήταν ο πρίγκηψ Ερρίκος, αδελφός του Καρόλου του Ε’, που είχε στην κατοχή του δακτυλιολίθους και νομίσματα (Κ. Σιμόπουλος, τ. Α’, σελ. 133). Μετά το θάνατό του ο Κάρολος ανέθεσε στο ναύαρχο Κένελμ Ντίγκμπι να του φέρει και αγάλματα γιά να εμπλουτίσει τη συλλογή του. Ο Ντίγμπι κατέπλευσε στο Αιγαίο, όπου και λεηλάτησε άγρια το ιερό νησί της Δήλου. Μετά τον άγγλο ναύαρχο, εμφανίστηκε στο προσκήνιο μια άλλη σκοτεινή μορφή, που έχει μείνει στην ιστορία ως ο μεγαλύτερος βρεττανός αρχαιοκάπηλος μετά τον Έλγιν. Πρόκειται γιά τον Τόμας Ρόου, πρεσβευτή του Αγγλικού Στέμματος στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος μάλιστα διέθετε και αρχαιοκαπηλική προϋπηρεσία (!) στην Άπω Ανατολή. Ο Ρόου, απεσταλμένος γιά σύληση, τόσο από τους μονάρχες, όσο και από μεγιστάνες της πατρίδας του, μεταξύ των οποίων και ο αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ, από το 1622 έως το 1628 κυριολεκτικά κατεδήωσε τον ελλαδικό χώρο. Πρώτος στόχος του ήταν η Δήλος, που λεηλατήθηκε εκ νέου. Περαιτέρω - κι αυτή τη φορά γιά λογαριασμό του κόμητος Τόμας Χάουαρντ - ο Ρόου επισκέφθηκε τους Δελφούς. Στην αναφορά του προς τον «πελάτη» του έγραφε μεταξύ άλλων: «Ειδικά στους Δελφούς  βρίσκονται ανεκτίμητοι θησαυροί. Νομίζω πως δεν είναι δύσκολο να γίνουν έρευνες και ανασκαφές. Μαθαίνω πως πολλά αγάλματα είναι θαμμένα γιά να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Νομίσματα θα προμηθευτώ από τους Εβραίους, αλλά είναι πολύ ακριβά. Έχω ένα χρυσό του Μ. Αλεξάνδρου...Απέκτησα επίσης ένα γλυπτό από το ανάκτορο του Πριάμου». (Κ. Σιμόπουλος, τ. Α’, σελ. 137).
     Μέσα σ’ αυτό το κλίμα οι γάλλοι δεν έμειναν αδρανείς. Πολλές φορές μάλιστα έφθαναν στο σημείο να συμπλέκωνται άγρια σε διπλωματικό και διαπροσωπικό επίπεδο με διεκδικητές αρχαιοτήτων από άλλες χώρες. Μαρτυρούνται χαρακτηριστικά, η πώληση ενός μαρμαρίνου αγάλματος στο γάλλο πρόξενο Ζαν Ζιρώ το 1670 στην Αθήνα από έναν ντόπιο κτηματία γιά δύο τάλληρα (!), αλλά και η εκποίηση ολόκληρης μαρμάρινης οικοδομής των κλασσικών χρόνων γιά 150 τάλληρα στη θρησκευτική αποστολή των Καπουτσίνων μοναχών. Η επέμβαση του τούρκου κατή (ιεροδίκη) συνετέλεσε στην αποτροπή του τεμαχισμού και της μεταφοράς της οικοδομής αυτής, που δεν είναι άλλη από το Μνημείο του Λυσικράτους (φωτο)  στην Πλάκα (!) Τα πρόσωπα που σφράγισαν τις προσπάθειες των γάλλων να προσοικειωθούν ελληνικές αρχαιότητες ήταν, αφ’ ενός ο πρεσβευτής Φρανσουά Ολιέ, μαρκήσιος του Νουαντέλ, αφ’ ετέρου δε ο αββάς Φουρμόν, που έδρασε μισό αιώνα μετά τον μαρκήσιο. Ο τελευταίος, μετερχόμενος μεθόδους που θα ζήλευαν ακόμα και σήμερα τα ανά τον κόσμο συνδικάτα του εγκλήματος, προσεταιρίστηκε το σύνολο του διεθνούς υποκόσμου της εποχής του (πειρατές, τοκογλύφους, κλέφτες), αλλά και υπόπτους κληρικούς διαφόρων ομολογιών και μοναχικών ταγμάτων. Περνώντας από τον Άθω, τη Νάξο, την Πάρο, την Αντίπαρο και τη Μάνη, κατέληξε στον Πειραιά και την Αθήνα, αποσπώντας ικανές ποσότητες γλυπτών και τεμαχίων αυτών. Όσο γιά τον αββά Φουρμόν, υπήρξε ο χειρότερος όλων. Κατά τη διετία 1729 – 1730, ξεκινώντας από τη Χίο, μετέβη στη Λέσβο κι από εκεί στην Αθήνα, όπου εστάθμευσε γιά να οργανώσει καλύτερα τις επόμενες κινήσεις του στην ηπειρωτική Ελλάδα. Στο πάλαι ποτέ «κλεινόν άστυ» ξήλωσε αλλά και αγόρασε από διαφόρους «αντί πινακίου φακής» πληθώρα ενεπιγράφων πλακών και σπανίων χειρογράφων. Από εκεί κινήθηκε στην Αίγινα, στην Τροιζήνα, στην Κορινθία, στην Αργολίδα και έφθασε μέχρι τα ακρωτήρια της νότιας Πελοποννήσου. Ο,τιδήποτε κατά τη διάρκεια της περιοδίας του δεν μπορούσε να μεταφέρει, το κατέστρεφε ολοκληρωτικά, κομπάζοντας κατόπιν με θράσος γιά τις πράξεις του αυτές. Στην πατρίδα του αργότερα αντιμετώπισε, εκτός από τη γενική κατακραυγή γιά τις πράξεις του πού είχαν γίνει γνωστές, επιπλέον κατηγορίες γιά πλαστογραφία και απάτη σχετικά με τα περιεχόμενα των ενεπιγράφων μνημείων τα οποία είχε αποτυπώσει και εν συνεχεία εξαφανίσει.
    Από τους ιταλούς, ο πλέον ονομαστός αρχαιοκάπηλος της νεώτερης εποχής δεν είναι άλλος από τον Μοροζίνι. Εκτός από την καταστροφή του Παρθενώνα, αποδίδεται σ’ αυτόν και η σκύλλευση του μνημείου (1687) από τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς του σε άγνωστη έως σήμερα έκταση. Ο ίδιος επίσης αφαίρεσε δύο μαρμάρινους λέοντες από το Θησείο, ένα άγαλμα του Ποσειδώνος από τον Πειραιά, καθώς και τον μαρμάρινο λέοντα που κοσμούσε το λιμάνι της πόλεως. Ο γραμματέας του ο Σαν Γκάλλο αρκέστηκε στην κεφαλή του αγάλματος της Απτέρου Νίκης...
    Ο φαύλος  κύκλος των λαθρανασκαφών και των λαθρεξαγωγών αρχαιοτήτων συνεχιζόταν ακατάπαυστα έως την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα, με αποκορύφωμα την υπόθεση του Έλγιν το 1802. Η λαϊκή αντίδραση ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Μόνο λόγιοι εξέφραζαν δημόσια την αγανάκτηση και την αποστροφή τους. Πρωτοστάτης αυτών ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος επέκρινε σφόδρα την τακτική κάποιων - μεταξύ αυτών δυστυχώς και μοναχών από Μονές  της Πάτμου και του Άγ. Όρους - να εμπορεύονται «από αμάθειαν και αργυρολογίαν, τους θησαυρούς και τα μαρτύρια της αρχαίας δόξης» Οι πληροφορίες γιά τη λεηλασία της πολιτισμικής μας κληρονομιάς είναι κυριολεκτικά αμέτρητες, όσο και το βάθος του θράσους αυτών που τη διέπραξαν. Ίσως εδώ αξίζει να θυμηθεί κανείς τα λόγια του φωτισμένου διδασκάλου του Γένους, Αθανασίου Ψαλίδα που ειπώθηκαν με αφορμή την αρπαγή και υπεξαγωγή ενός αγάλματος από τον άγγλο υπουργό  Leak: «Εσείς μας παίρνετε τα έργα των προγόνων μας. Φυλάξτε τα καλά. Μιά μέρα θα έρθουμε να σας τα ξαναζητήσουμε».

                                                                                                              Μ.Κ.Μ.

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Tο ράσο και η ιστορία του

    
Του μακαριστού Πρωτοπρεσβυτέρου Ευαγγέλου Σκορδά (1929-2007).

 Το ράσο είναι ένα ένδυμα που διαμορφώθηκε σαν κοσμικό ένδυμα στο Βυζάντιο από τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Προέρχεται από το Βυζαντινό Κολόβιο ή Καββάδιο. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό rasum, που σημαίνει ένδυμα μή χνουδωτό, το λείο, και τέτοια ενδύματα ήσαν τα μεταξωτά. Πρόκειται ομολογουμένως περί επιβλητικού και θεαματικού ενδύματος, που παραδόξως προτιμήθηκε από τους μοναχούς, παρά το ιδεώδες της ταπεινώσεως τους. Το ένδυμα αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την πρώτη Χριστιανική Εκκλησία. Ο Χριστός, οι Απόστολοι και γενικά οι κληρικοί μέχρι τον 4ον αιώνα φορούσαν τα ίδια ενδύματα με τους λαϊκούς, χωρίς καμιά διάκριση.
    Από τον 4ο αιώνα, με την επίδραση του μοναχισμού στη ζωή της Εκκλησίας, αρχίζει η διάκριση της ενδυμασίας των κληρικών, που συνίστατο στο μαύρο χρώμα, δηλαδή οι κληρικοί φορούσαν τα ίδια ρούχα με τους λαϊκούς, που διέφεραν μόνο ως προς τον χρωματισμό. Και αυτό πάλι δεν ήταν απόλυτο, γιατί έχουμε μαρτυρίες πως οι κληρικοί φορούσαν και λευκά ή φαιά ενδύματα. Οι ιστορικοί και λαογράφοι, Βερναδάκης και Κουκουλές, μας δίνουν πολλές τέτοιες πληροφορίες. Από την εποχή του Ιουστινιανού, με την ανακάλυψη της μέταξας, δημιουργούνται πολυτελή και παράξενα ενδύματα, τα οποία Οικουμενικές και Τοπικές Σύνοδοι τα απαγόρευαν για τους κληρικούς, τους οποίους περιόρισαν να φορούν τα ίδια ενδύματα με τους λαϊκούς, αλλά με απλή και σεμνή εμφάνιση. Αυτό είναι το νόημα του 27ου Κανόνα της Πενθέκτης Συνόδου και του 16ου κανόνα της 7ης Οικουμενικής Συνόδου. Είναι άξιο πολλής απορίας, ότι οι υπέρμαχοι του ράσου θέλουν να στηρίξουν την παρουσία του σ' αυτούς τους Κανόνες, οι οποίοι ουδόλως ομιλούν περί ράσου, αλλά περί επιδεικτικών πολυτελών ενδυμάτων, τα οποία πάλι μπήκαν στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας ως ιερά άμφια. Αν όμως το ράσο, προερχόμενο από το βυζαντινό καββάδιο, με πλατιές χειρίδες, δηλαδή με φαρδιά μανίκια, προτιμήθηκε από τους μοναχούς, οι κοσμικοί κληρικοί, δηλαδή οι έγγαμοι εφημέριοι, εξακολουθούσαν να φορούν τα κοινά ενδύματα της εποχής τους με την απλούστερη μορφή τους. Το Ευχολόγιο του Goar μας δίνει την πληροφορία, ότι οι έγγαμοι κληρικοί μετά την Θ. Λειτουργία απέβαλον το ιερατικό άμφιο και ντυνόντουσαν "communibus vestibus" δηλαδή κοινά ενδύματα. Άξιο προσοχής είναι το γεγονός, ότι στη Γαλατία τον 5ο αιώνα, οι Επίσκοποι φόρεσαν διακριτικό ένδυμα, "vetement distinctif" για το οποίο ο πάπας Καιλεστίνος τους κατηγόρησε και τόνισε, ότι, εάν χρειάζεται να διακρίνονται οι Επίσκοποι, η διάκριση να είναι η διδασκαλία και όχι η ενδυμασία.    Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Τα πολυτελή βυζαντινά ενδύματα, όπως το Καββάδιο ή Κοφτάνιο, τα παρέλαβαν και οι επίσημοι Τούρκοι. Το ράσο και το εσώρασο παρέμειναν βασική καλογερική ενδυμασία.
    Από τον ΙΗ' αιώνα και μάλιστα από της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) με την ανάδειξη των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, αναζεί και η λαμπρότητα της βυζαντινής αυλής. Έτσι, πολλοί κληρικοί, ιδίως Αρχιερείς, φορούν διάφορα πολύτιμα και βαρύτιμα ενδύματα με κεντητά και διάφορα χρυσά κοσμήματα και αλυσίδες. Ως αντίδραση σ' αυτή την κατάσταση παρουσιάστηκε η κίνηση του Νεοφύτου Δούκα, ο οποίος, πρός τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Κύριλλο ΣΤ' συνιστούσε την επιβολή του ράσου για όλους τους Έλληνες Ορθόδοξους Κληρικούς. Ο Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας, το 1815, κληρικός "διαπρεπέστατος και ελλογιμώτατος", αντέδρασε σ' αυτή την πρόταση του Νεοφύτου Δούκα, και θεωρεί την εισαγωγή του ράσου ως μεταρρύθμιση. Ομιλεί δε "περί εθνικής ενδυμασίας", την οποία φορούσαν κατά τόπους οι κληρικοί. Ποιά ήταν αυτή η εθνική ενδυμασία, για την οποία κάνει λόγο ο Ιγνάτιος; Είναι η βράκα, η φουστανέλλα και το φέσι, χαρακτηρισθέντα ως εθνικά, εν αντιθέσει προς τα στενά φραγκικά ενδύματα. Πολεμιστές του 1912 μας πληροφόρησαν, ότι, στη Δ. Μακεδονία φορούσαν οι ιερείς σιγγούνια, κοντογούνια. Και εγώ ενθυμούμαι από την παιδική μου ηλικία Ιερείς της Δ. Μακεδονίας με σιγγούνια. Χαρακτηριστική είναι η Εγκύκλιος του Μητροπολίτη Κοζάνης Φωτίου προς τους ιερείς της επαρχίας του το 1915, στην οποία συνιστά "οι ευλαβεστάτοι ιερείς να μη κατέρχωνται εις τας πόλεις με το ένδυμα της καθημερινής εργασίας". Οι μοναχοί όμως, είχαν ομοιόμορφη ενδυμασία, ήτοι τη ρασοφορία. Οι έγγαμοι όμως κληρικοί δεν είχαν εξαρχής τέτοια παράδοση. Επειδή όμως οι γραμματισμένοι Κληρικοί τότε προέρχονταν από τον μοναχικό κόσμο, η ενδυμασία και το πνεύμα των καλογήρων επιβλήθηκε σ' ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας.
    Έτσι, μετά την απελευθέρωση, η τότε Ιερά Σύνοδος με την υπ' αριθμόν 4 821/28 Μαΐου 1855 Εγκύκλιο της, επέβαλε, χάριν ομοιομορφίας προς τους Καλογήρους τη σημερινή ενδυμασία για όλους τους κληρικούς...  Βέβαια, όπως παρατηρεί ο αοίδιμος Περιστερίου Αλέξανδρος, η Σύνοδος δεν κάνει ούτε νύξη για ράσα και αντεριά "παρεκτός, του να φορούν του λοιπού, ενδύματα εκ μέλανος ή άλλου σεμνού και βαθύχροου χρώματος". Εν πάση περιπτώσει, η σημερινή ενδυμασία των κληρικών έχει ιστορία μόλις 137 ετών!
    Αντί για δικές μας κρίσεις, αναφέρουμε την απόφαση του Πανορθοδόξου Συνεδρίου Κωνσταντινουπόλεως (Μάιος - Ιούνιος 1923): "Η εξωτερική περιβολή του κλήρου ως έχει σήμερον, ουδέν έχει το κοινόν ούτε προς την ουσίαν της ιερωσύνης, ούτε προς την αρχαίαν πράξιν της Εκκλησίας, αλλά είναι αποτέλεσμα μακράς εξελίξεως και ποικίλων παραγόντων. Το κομάν επί αιώνας, ανοίκειον τω κλήρω, εισήχθη όμως και επεκράτησεν εν τη Εκκλησία συν τω χρόνω". Καμιά σχέση δεν έχει το ράσο και το εσώρασο με την πίστη, ούτε με τη σωστά νοουμένη παράδοση.
   Ο αοίδιμος Περιστερίου Αλέξανδρος στον επίλογο του βιβλίου του "Η εξωτερική Περιβολή του Ορθοδόξου Κληρικού", γράφει: "Ο Έγγαμος εφημεριακός κλήρος να μη εμποδίζεται να κάνει ελεύθερη χρήση ράσου και κοστουμιού εκτός Ιερατικών καθηκόντων. Μια τέτοια λύση είναι επιβεβλημένη. Έτσι και τα παράπονα της καταπίεσης και οι αιτίες και οι προφάσεις εκείνων που θέλουν να ιερωθούν θα λείψουν, χωρίς την υποχρέωση της ρασοφορίας παντού και πάντοτε, κάτι που δύσκολα συμβιβάζεται με τον οικογενειάρχη-εφημέριο.

   Η μελέτη τούτη δίνει την αφορμή και την ευκαιρία για διάλογο. Ας διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους οι μη συμφωνούντες κι ας τις στηρίξουν σε ιστορικά και πραγματικά τεκμήρια για ένα γόνιμο διάλογο. Ή ας πουν, γιατί πρέπει να διαιωνίζεται κάτι έξω από την ιστορία και την εκκλησιαστική παράδοση. Και ο αοίδιμος Μητροπολίτης Σιατίστης Πολύκαρπος, το 1968 εισηγήθηκε την τροποποίηση της σημερινής αμφιέσεως των κληρικών. Εμείς στη μελέτη μας "Η ιστορική Εξέλιξη της Ενδυμασίας των Ορθοδόξων Κληρικών, Αθήναι 1971", η οποία έτυχε, μεταξύ πολλών άλλων, θερμών επαίνων και του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα, διατυπώνουμε τη θέση, ότι η κατάργηση της σημερινής αμφιέσεως των κληρικών δεν είναι εύκολο να γίνει απότομα. Χρειάζεται σοβαρή διαφώτιση του ελληνικού λαού. Θα μπορούσε ίσως, με μια σαφή αντίληψη του θέματος από την Ι. Σύνοδο, να μείνει το ράσο ως επίσημο ένδυμα των κληρικών, στις μεγάλες γιορτές και στις επίσημες εμφανίσεις. Το σημερινό αντερί, τροποποιημένο να μείνει καθημερινό ένδυμα, τουλάχιστον για τους έγγαμους εφημέριους. Οι ιερομόναχοι ας το διατηρήσουν το ράσο. Άλλωστε αποκλειστικά δικό τους είναι, αφού από αυτούς προήλθε. Έτσι θα σταματήσει, και η επιμονή ορισμένων, να φορούν οι εφημέριοι παντού και πάντοτε και με καύσωνα 40 βαθμών το ράσο, επιμονή που προκαλεί την ιλαρότητα του λαού και αφορμή δυσμενών σχολίων.


    Ας έλθουμε και στο κάλυμμα της κεφαλής. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι κληρικοί φορούσαν χωρίς καμιά διάκριση ένα από τα καπέλα της εποχής ή άφηναν την κεφαλή τους ακάλυπτη, όπως δείχνουν τα αρχαία μνημεία. Οι μοναχοί φορούσαν το κουκούλιο. Από το συνδυασμό της ασιατικής φακεωλίδας και του κουκουλίου προήλθε το επανωκαλύμαυχο ή επιρριπτάριο των αγάμων κληρικών. Στους βυζαντινούς χρόνους οι κληρικοί φορούσαν αδιάφορα ένα από τα καπέλα της εποχής και ιδιαίτερα οι ανώτεροι προτιμούσαν τον πέτασσο ή σκιάδιο, που ήταν κάλυμμα της κεφαλής και των κοσμικών αρχόντων. Παράλληλα υπήρχε και ο κυλινδροειδής και ο σφαιροειδής πίλος. Ο Σίλβεστρος Συρόπουλος στην ιστορία του για τη Σύνοδο της Φλωρεντίας αναφέρει, ότι, οι Ανατολικοί κληρικοί φορούσαν σκιάδια, όπως και ο Αυτοκράτορας. Ο Πατριάρχης Ιωσήφ φορούσε σκιάδιο. Η σκιαδοφορία των Ανατολικών Κληρικών μαρτυρείται από ανάγλυφα του Αγ. Πέτρου.
    Οι Πατριάρχες κατά την Τουρκοκρατία εξακολουθούσαν να σκιαδοφορούν μέχρι το 1669. Ο Μωάμεθ ο κατακτητής, στον Γεννάδειο Σχολάριο, όπως μας πληροφορεί ο Γ. Φραντζής, μεταξύ των δώρων που του έδωσε, ήταν και το σκιάδιο. Το 1669, ο Σουλτάνος στον Πατριάρχη Μεθόδιο, αντί να δώσει σκιάδιο, για να τον ταπεινώσει του έδωσε κόκκινο καλπάκι. Την πληροφορία αυτή μας την δίνει ο Μελέτιος Πηγάς στην Εκκλησιαστική του Ιστορία και ο Δοσίθεος στη Δωδεκάβιβλό του. Από τότε σταμάτησε οι κληρικοί να σκιαδοφορούν και το σκιάδιο εξακολούθησε να χρησιμοποιείται στα Επτάνησα, τα οποία δεν βρέθηκαν κάτω από την Τουρκική κυριαρχία. Ο Σουλτάνος ήθελε να μεγενθύνει το χάσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας και με την αμφίεση των κληρικών. Από τον 18ο αιώνα οι Επίσκοποι προτιμούν το σφαιροειδές κάλυμμα της κεφαλής, το οποίο φορούσαν ιδιαίτερα οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας. Ο Νεόφυτος Δούκας τους κατηγορεί ως, "τιαροφόρους Μήδας".
    Αυτό το σφαιροειδές κάλυμμα αργότερα αποτέλεσε το γείσο του καλυμμαυχίου όπως το ξέρουμε σήμερα. Από τους Επισκόπους το κάλυμμα αυτό της κεφαλής μεταδόθηκε σ' όλους τους ιερείς και στους έγγαμους. Έτσι έχουμε πληροφορίες, ότι έγγαμοι κληρικοί φορούσαν φουστανέλλα ή βράκα και στο κεφάλι καλυμμαύχι. Φαίνεται όμως, ότι οι έγγαμοι κληρικοί εύκολα δεν το δέχτηκαν αυτό το παράξενο κάλυμμα της κεφαλής και μερικοί Επίσκοποι έφτασαν μέχρι αφορισμού για να τους πείσουν.
     Το καλυμμαύχι ομολογουμένως και αντιαισθητικό είναι καί πρακτικά άχρηστο. Ο Κων. Καλλίνικος γράφει ότι "αποπνέει γενιτσαρικήν ευαισθησίαν". Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, γράφει: "Εισέρχεται ο κληρικός εις τον ναόν χωρίς να αποκαλυφθεί, ασπάζεται τας εικόνας, θυμιά, ευλογεί, λέγει πολλάκις το Ευαγγέλιον ή ακροάται αυτού έχων εις την κεφαλήν καρφωμένος το παράδοξον κάλυμμα (το καλυμμαύχιον) όπερ οι προ ολίγων ακόμη δεκαετιών πατέρες ημών ηγνόουν" (Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, Βιβλίον Εκατονταετηρίς, Εκκλησ. Κήρυξ, έτος Ε' Λάρναξ 1915, σελίς 294). Αναμφισβήτητα το σκιάδιο είναι ο βυζαντινός πίλος, που εχρησιμοποιείτο από τους κληρικούς μέχρι το 1669. Συνεπώς, για να επανέλθουμε στην αρχαία βυζαντινή παράδοση, οι σημερινοί κληρικοί θα μπορούσαν να φορούν ένα καπέλο που να μοιάζει με το σκιάδιο.
    Κλείνουμε το παρόν άρθρο με την παρατήρηση του μεγάλου βυζαντινολόγου Γ. Σωτηρίου: "Και ημείς νομίζομεν ότι επιβάλλεται πλέον η τοιαύτη μεταβολή, ήτις μεγάλως θέλει συμβάλει εις την εν τη Κοινωνία εκπλήρωσιν της μεγάλης αποστολής του κλήρου" ("Γρηγ. Παλαμάς" Θεσ/νίκη 1919, σελ. 551).
    Τον τελευταίο και βαρυσήμαντο λόγο έχει η Ιερά Σύνοδος με τους Λογίους και Επιστήμονες Αρχιερείς της.

Tο "υγρόν πυρ" των Βυζαντινών

  


Το υγρό πυρ ήταν ένα από τα ισχυρά όπλα των Βυζαντινών και ταυτόχρονα ένα από τα κρατικά μυστικά της αυτοκρατορίας. Λίγοι γνώριζαν από ποιά υλικά κατασκευαζόταν και το μυστικό φυλασσόταν με κάθε τρόπο ώστε να μην πέσει στα χέρια των εχθρών της αυτοκρατορίας και να παραμείνει στο βυζαντινό οπλοστάσιο.
   Για πρώτη φορά αναφέρεται η χρήση του "υγρού πυρ" κατά τον 7ο μ.Χ αιώνα εναντίον του αραβικού στόλου που πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη περί το 673. Μέχρι και την πτώση της πόλης (1453) βοήθησε αποτελεσματικά στην άμυνα της από εχθρικούς στόλους λόγω των τεράστιων ζημιών που προκαλούσε στα ξύλινα πλοία της εποχής αλλά και στον τρόμο που έσπερνε στα μάτια των εχθρικών στρατευμάτων.
   Εφευρέτης φέρεται να είναι κάποιος αρχιτέκτονας Καλλίνικος από την Ηλιούπολη της Συρία αλλά λόγω της μεγάλης μυστικότητας και αποτελεσματικότητας του ενεδήθει από τον απλό λαό με το πέπλο του μύθου και λεγόταν ότι την συνταγή για την κατασκευή του την έδωσε ένας άγγελος στον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Τα υλικά που αποτελούσαν αυτή την εξαιρετικά καυστική ύλη ακόμη και στις μέρες μας παραμένουν σχετικά άγνωστα. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία όμως μπορούμε να πούμε πως το βασικό συστατικό του ήταν η νάφθα αναμεμειγμένη με κάποια άλλα στοιχεία όπως το πετρέλαιο, το λάδι, το θειάφι, το νίτρο, και η πίσσα. Σίγουρα όμως υπάρχουν και κάποια άλλα συστατικά που έμειναν μυστικά και μάλλον δεν θα ανακαλύψουμε ποτέ.
   Για να καταλάβει κανείς το πόσο μυστική ήταν η διαδικασία παραγωγής του θα αναφέρω ότι απαγορευόταν να κατασκευαστεί οπουδήποτε και από οποιονδήποτε το υγρό πυρ και η κατασκευή του γινόταν μόνο σε επιλεγμένα σημεία κοντά στην Κωνσταντινούπολη, με βασικό αυτό στην περιοχή της Συληβρίας, και πάντα η διαδικασία παραγωγής του ήταν ανατεθειμένη σε αυτοκρατορικούς αξιωματούχους οι οποίοι έδιναν αναφορά απευθείας στον Αυτοκράτορα, χωρίς κάποια επέμβαση άλλων αξιωματούχων, και κρατούσαν επτασφράγιστο μυστικό τον τρόπο και τα υλικά της παραγωγής του "υγρού πυρ" με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι όταν τον 10ο αιώνα οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Συληβρία τότε επικράτησε πανικός στην Βασιλεύουσα μήπως και καταφέρουν (οι Βούλγαροι) να ανακαλύψουν τον τρόπο παραγωγής του υγρού πυρ και καταστρέψουν με αυτό τον Βυζαντινό στόλο. Ευτυχώς όμως ο εκεί αξιωματούχος του αυτοκράτορα που ήταν επιφορτισμένος με την φύλαξη του μυστικού, έκανε το καθήκον του, και παρά τα βασανιστήρια που υπέστει, πήρε το μυστικό στον τάφο του.
   Τα πλεονεκτήματα που έδινε στον Βυζαντινό στόλο η χρήση του "υγρού πυρ" ήταν τεράστια λόγω των πραγματικά θαυμαστών ιδιοτήτων του. Το καταπληκτικό αυτό "υγρό" αναφλεγόταν αμέσως μόλις ερχόταν σε επαφή με το νερό και έκαιγε τόσο στην επιφάνεια του όσο και λίγο κάτω από αυτή. Φανταστείτε τα πληρώματα των εχθρικών πλοίων να προσπαθούν να σβήσουν με νερό την φωτιά που προκλήθηκε από τον "υγρό πυρ" και αυτή να ανάβει περισσότερο! Πραγματικά καταπληκτικές οι ιδιότητες του λοιπόν.
   Υπήρχαν πολλοί τρόποι για να εκτοξεύουν το"υγρού πυρ" ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες και τον τρόπο άμυνας ή επίθεσης που επιβαλλόταν. Ο πιό απλός ήταν στο να γεμίζουν με αυτό ειδικά πήλινα δοχεία (έχουν βρεθεί σε ανασκαφές στην Κρήτη) και να εκτοξεύονται με τα χέρια (όπως οι σημερινές χειροβομβίδες) από τον Βυζαντινό στρατό στους εχθρούς, τόσο σε επίθεση όσο και σε άμυνα. Υπήρχαν φυσικά κατασκευασμένες για αυτό το σκοπό και ειδικές μηχανές οι οποίες αναλάμβαναν την εκτόξευση μεγαλύτερης ποσότητας και σε μεγαλύτερη εμβέλεια. Οι μηχανές αυτές τοποθετούνταν στις επάλξεις των τειχών και εκτόξευαν μεγάλες ποσότητες από το υγρό πυρ στους επιτιθέμενους, αλλά συνήθως τοποθετούνταν στα ακρόπρωρα αλλά και την πρύμνη των πολεμικών πλοίων και από μεγάλη απόσταση εκτόξευαν και κατ έκαιγαν τα εχθρικά πλοία. Γνωρίζουμε ότι η μηχανή που τοποθετούνταν στα πλοία είχε σχήμα κεφαλής λιονταριού ή άλλου επιθετικού ζώου όπου από το ανοιχτό στόμα του εκτοξευόταν το φονικό υγρό μέσα από έναν ειδικό σωλήνα - εκτοξευτή.
   Η χρήση του τερματίζεται, σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς, κατά τον 10ο αιώνα με την απώθηση του Ρώσικου στόλου από τους Βυζαντινούς αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι χρησιμοποιήθηκε και το 1204 στην προσπάθεια ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, αλλά και το 1453 στην προσπάθεια αντίστασης των Βυζαντινών κατά του Τούρκικου στρατού. Το μυστικό πέρασε στους μουσουλμάνους αλλά και τους σταυροφόρους την περίοδο των "ιερών πολέμων" και χρησιμοποιήθηκε εξίσου και από τα δύο στρατόπεδα. Με το πέρας των αιώνων όμως και την ανακάλυψη νέων και φονικότερων όπλων το "υγρό πυρ" λησμονήθηκε από όλους και ξεχάστηκε πλήρως για να περάσει στην σφαίρα της ιστορίας που εν τέλει έγινε θρύλος.

(Πηγή: stelios-tsolakos.blogspot.com)

Πατροκοσμάς ο Αιτωλός

  


                                             Ο φωτιστής των Νεοελλήνων

Ο Άγιος Κοσμάς ο ισαπόστολος είδε το πρώτο φως του ήλιου σ’ ένα φτωχό και μικρό χωριό της Αιτωλικής γης που ονομάζεται Μέγα Δένδρον, στα 1714. Οι γονείς του τον αναθρέψανε με της πίστης το άδολο γάλα. Ήταν φιλόθεοι και ενάρετοι σαν τους γεννήτορες των πολλών αγίων της Εκκλησίας, γι’ αυτό και τον μεγάλωσαν σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα του λόγου του Θεού «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Μόλις έγινε 20 χρόνων εκπατρίστηκε και ήλθε στο πολύφημο Βατοπέδι του Αγ. Όρους γιά να μαθητεύσει «παρά τους πόδας» του Ευγενίου Βουλγάρεως, σοφωτάτου διδασκάλου, που σχολαρχούσε τότε με δόξα στην Αθωνιάδα. Μετά την αποφοίτησή του μετέβη στη Μονή Φιλοθέου, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Κοσμάς (από Κωνσταντίνος).
   Αφού λοιπόν ο Κοσμάς εγκαταβίωσε στη Μονή της μετανοίας του κι έκανε ολόκληρο το μοναχικό του κανόνα, φεύγει γεμάτος θεϊκή δύναμη και γνώση, υπακούοντας σε θεόδοτη εσωτερική επιταγή, κι έρχεται στη μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως γιά να λάβει ευχή και κανονική άδεια να κηρύττει ακώλυτα. Η αποστολική του περιοδεία ξεκίνησε από τη Ναύπακτο πρώτα, το Βραχώρι (Αγρίνιο), το Μεσολόγγι και διακλαδώθηκε σε όλη την Ακαρνανική γη. Αμφίστομος μάχαιρα ο λόγος του, αναγεννά, εξεγείρει και μεταμορφώνει συνειδήσεις. Όμως, ραδιουργίες, φθόνος και διαβολές συνοδεύουν τον νέο εθναπόστολο. Γιά τούτο, σταματά την οδοιπορεία του του γιά να έθει πάλι στην Κωνσταντινούπολη σε μικρό διάστημα και να ζητήσει εκ νέου την προστασία και ποιμαντορική σκέπη του πατριάρχη Σωφρονίου, ο οποίος τον υπερασπίζεται με αυστηρά εκκλησιαστικά μέτρα εναντίον των διωκτών του.
   Καταφθάνει πάλι ο Άγιος στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μιά δεύτερη περίοδος γεμάτη αγωνίες, κόπους, αλλά και γονιμότητα αρχίζει. Περιδιαβαίνει τις πόλεις της Μακεδονίας στα βήματα του Απ. Παύλου. Περνά από τη Βόρειο Ήπειρο. Κατεβαίνει στα Επτάνησα. Γρήγορα η φήμη του απλώνεται σε κάθε εσχατιά της υπόδουλης Ελλάδας. Ο Θεός τον έχει προικίσει με το χάρισμα της θαυματουργίας γιά να μην αφήσει άνευ μαρτυρίας το έργο του. Όλα καταγράφονται στο συναξάρι του.
   Ας ακούσουμε αυθεντικά από τις πηγές των διδαχών του, τι φωτισμένες αντιλήψεις είχε γιά το σχολειό και σε ποιά θεμέλια γερά έκτιζε το παιδαγωγικό του αρχιτεκτόνημα:
   «Σαράντα χρόνους εσπούδασεν ο προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης να μάθει τα γράμματα διά να καταλάβει που περιπατεί. Να σπουδάζετε κι εσείς αδελφοί μου, να μανθάνετε γράμματα όσον ημπορείτε. Κι αν δεν έμαθαν οι πατέρες σας, να σπουδάζετε τα παιδιά σας να μανθάνουν τα Ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας εις την Ελληνικήν είναι κι αν δεν σπουδάσης τα Ελληνικά παιδί μου δεν θα ημπορείς να καταλάβεις εκείνα που ομολογεί η Εκκλησία μας. Καλλίτερον να έχης Ελληνικόν Σχολείον εις την Χώραν σου, παρά να έχει βρύσες και ποτάμια και ωσάν μάθεις το παιδί σου γράμματα, τότε μόνον λέγεται άνθρωπος. Το Σχολείον ανοίγει τας Εκκλησίας και κλείνει τας φυλακάς».
   Όμως, και την απελευθέρωση των Ραγιάδων και του Γένους στη σωστή και φωτισμένη Παιδεία την θεμελίωσε ο πρόδρομος αυτός του Κοραή, που ανεπιφύλακτα και δικαιωματικά πρέπει να ονομαστεί Προφηταπόστολος των Γραμμάτων και της Παιδείας του νέου Ελληνισμού και να λάβει τη θέση, όπως του ταιριάζει μαζί με τους Τρείς Ιεράρχες, τον Αδαμάντιο Κοραή, το Ρήγα Φεραίο και τον Διονύσιο Σολωμό.
   Το ιερό πάθος του της παιδείας, το καταλυτικό της αμάθειας και των προκαταλήψεων, δεν έμεινε σε πλατωνικά πλαίσια μέσα σε νεφελώματα και σχήματα αόριστα. Έγινε έργο και πραγματικότητα, πόθος και παλμός. Διακόσια πενήντα σχολεία θεμελίωσε και αποπεράτωσε ο φτωχούλης εκείνος του Θεού, μερικά από τα οποία σώζονται ακόμη και σήμερα και τα δείχνουν ονομάζοντάς τα «τα σχολειουδάκια του Πατροκοσμά». Ας καθρεφτιστεί στα γεμάτα ανθρωπιά και φως αυτά παραδείγματα η εποχή μας η εγωιστική και γι’ αυτό φιλάργυρη και φιλόπλουτη.
   Ο Άγιος Κοσμάς όμως ανεδείχθη και μέγας θεολόγος της εφαρμοσμένης αδολίευτης αγάπης. Να πως μιλάει γι’ αυτήν:
«Εδώ, Χριστιανοί μου, πως πηγαίνετε, έχετε την αγάπη ανάμεσόν σας, αν ίσως και θέλετε να σηκωθήτε, κανένα άλλο πράγμα να μη ζητήσετε εδώ εις τον κόσμον από την αγάπην. Είναι δω κανένας από την ευγένειάν σας που να έχει αυτήν την αγάπην εις τους αδελφούς του; Ας σηκωθή επάνω να μου ειπή να τον ευχηθώ κι εγώ, να βάλω όλους τους Χριστιανούς να τον συγχωρέσωσι, να λάβη μιά τέτοια συγχώρησι, όπου να έδινεν χιλιάδες φλωρία, δεν την εύρισκεν. [...] Το αγαπάς εκείνο το φτωχό παιδί; Το αγαπώ. Αν το ηγάπας, θα του έπαιρνες ένα υποκάμισο όπου είναι γυμνό, να παρακαλεί κι εκείνο γιά την ψυχή σου. Τότε είναι αληθινή σαν το χρυσάφι η αγάπη σου, αμή τώρα είναι ψεύτικη. Με ψεύτικη αγάπη δεν πηγαίνομεν εις τον Παράδεισον». (Από τις «Διδαχές»).
   Το κήρυγμα της αγάπης στα χείλη του Πατροκοσμά δεν ήταν μιά αόριστη και συγκινητική συναισθηματολογία, αλλά συγκεκριμένη πράξη και δημιουργία, που μαζί με την κοινωνική δράση που τον διέκρινε, δημιουργούσε τη σύνθεση και την αρμονία ανάμεσα στην ατομική ευσέβεια και την κοινωνική διακονία. Αυτό είναι το μεγαλείο του.
   Το συναξάρι του κατακλείει σεμνά το μαρτυρικό βίο του με τα λόγια τούτα: «....αξιώθηκε διπλούς να λάβη τους στεφάνους του Αποστόλου και μάρτυρος παρά Θεώ και ανθρώποις όντας 65 ετών στις 24 Αυγούστου του σωτηρίου έτους 1779». Ας σημειωθεί ότι η αγιοκατάταξή του καθυστέρησε λόγω «ενστάσεων» του Αγίου Όρους....

                                                             Δρ. Γιώργος Μουστάκης